Κείμενο του Τάσου Θεοφίλου εν όψη του εφετείου του στις 24/2

Στις 24 Φλεβάρη ξεκινάει το εϕετείο μου, δύο χρόνια από τη λήξη της δίκης μου σε πρώτο βαθμό, στην όποια μου επιβλήθηκε ποινή κάθειρξης 25 ετών για τα σχετιζόμενα με την ληστεία στις 10/8/2012 στην Πάρο γεγονότα, για τις κατηγορίες της απλής συνέργειας σε ανθρωποκτονία και της ληστείας, απαλλάσσοντας με κατά πλειοψηϕία από αυτές της συμμετοχής μου στη ΣΠΦ και της ανθρωποκτονίας ως άμεσο αυτουργό.  Μια πολιτικά -και όχι δικαστικά- συμβιβαστική απόϕαση, αποτέλεσμα της σύγκρουσης μεταξύ της αστυνομικής και μιντιακής επένδυσης που έγινε στη συγκεκριμένη υπόθεση κατά τις ημέρες της σύλληψής μου από τη μια και της απουσίας οποιουδήποτε στοιχείου καθώς και της αλληλεγγύης που εκϕράστηκε τόσο στο ακροατήριο όσο και σε επίπεδο αντιπληροϕόρησης από την άλλη. Έτσι προέκυψε η προσωρινή σολομώντεια λύση της μερικής απαλλαγής μου από τις κατηγορίες, μεταθέτοντας την προοπτική της τελικής απόϕασης για το εϕετείο. Δεδομένου μάλιστα ότι εκτός από την πλευρά μου, που άσκησε έϕεση υπέρ της πλήρους απαλλαγής μου από τις κατηγορίες, έϕεση «υπέρ του νόμου» άσκησε επίσης ένας κύριος Δράκος, κάποιος εισαγγελέας που προϕανώς επιλέχθηκε λόγω ονόματος και προκειμένου να επιτευχθεί ένας ακόμα συμβολισμός στο παραμύθι της αντιτρομοκρατικής, αξιοποιώντας τη διχογνωμία μεταξύ του προεδρεύοντος κυρίου Χατζηαθανασίου, ο οποίος ψήϕισε την καταδίκη μου για όλες τις κατηγορίες κατά το κατηγορητήριο, και των δύο άλλων μελών της έδρας, τα όποια επέλεξαν την πιο ήπια λύση που τελικά πλειοψήϕησε. Ο κύριος Δράκος λοιπόν μάλλον έκρινε ότι 25 χρόνια κάθειρξης χωρίς στοιχεία δεν είναι αρκετά, μετατρέποντας με αυτόν τον τρόπο το εϕετείο απλώς σε μια επανάληψη της πρωτόδικης διαδικασίας, αϕού έστω  και οι σολομώντειες για κάποια αδικήματα αθωωτικές αποϕάσεις με αυτόν τον τρόπο ακυρώθηκαν, ανοίγοντας ξανά την πιθανότητα όχι μόνο να μην απαλλαχθώ από όλες τις κατηγορίες αλλά η τελική μου ποινή να είναι μεγαλύτερη της ισόβιας κάθειρξης.

Θεωρώ ότι με αϕορμή τη σύλληψή μου, τη μιντιακή διαχείρισή της, την προϕυλάκιση και την πρωτόδικη καταδίκη μου αναδείχτηκαν κάποια ζητήματα που δεν αϕορούν μόνο εμένα προσωπικά αλλά έχουν ευρύτερη κοινωνική και πολική σημασία, καθώς επιχειρήθηκε από την πλευρά ενός βαθιά αστυνομικού κράτους η εμπέδωση των πιο ακραίων δογμάτων ποινικής καταστολής. Από την μεσαιωνικής υϕής διαπόμπευσή μου τις πρώτες μέρες και την προσπάθεια στριμώγματος του «προϕίλ» μου σε εγκληματολογικά στερεότυπα που έχουν ξεπεραστεί εδώ και  δύο αιώνες μέχρι και την ποινικοποίηση ϕιλικών, συντροϕικών και κοινωνικών σχέσεων καθώς και τη χρήση μεταϕυσικών στην πραγματικότητα, ωστόσο επιστημονικοϕανών, στοιχείων όπως η χρήση του περιβόητου DNA σε καπέλο, στο οποίο και βασίζεται όλη αυτή η κατά τα άλλα τραγική ιστορία.

Αυτό το τελευταίο -η ανεξέλεγκτη χρήση του DNA- εξάλλου είναι ένα από τα βασικά ζητήματα που αναδείχτηκε και ως ένα βαθμό περιορίστηκε από την απεργία πείνας του Δικτύου Αγωνιστών Κρατουμένων. Σε κάθε περίπτωση προκύπτει το ερώτημα πώς επιτρέπεται στη ΔΕΕ και πώς τα δικαστήρια επικυρώνουν με τις αποϕάσεις του ως αξιόπιστα τα πορίσματά της, όταν χρησιμοποιεί την μέθοδο STR για να ταυτοποιήσει ενόχους, τη στιγμή που ο ίδιος ο εισηγητής της μεθόδου δηλώνει ότι αυτή η μέθοδος μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο για τον αποκλεισμό υπόπτων και όχι για την ταυτοποίησή τους. Πώς γίνεται να χρησιμοποιείται ακόμα στην Ελλάδα αυτή η μέθοδος τη στιγμή που στις ΗΠΑ, το κράτος το οποίο την εισήγαγε τη δεκαετία του 1980, τη θεωρεί πλέον αναξιόπιστη καθώς μέσα στα χρόνια έχει προκύψει σωρεία λαθών. Πώς γίνεται τα εργαστήρια της ΔΕΕ να έχουν πιστοποιηθεί με ISO μόλις το 2014, τη στιγμή που ως τότε εκατοντάδες άνθρωποι  -ανάμεσα τους και εγώ- κατηγορήθηκαν και καταδικάστηκαν βάσει αποτελεσμάτων εργαστηρίων χωρίς πιστοποίηση.

Στην περίπτωσή μου επιπλέον συντρέχουνε και κάποιοι πιο ειδικοί λόγοι που ϕανερώνουν μια άγαρμπη μεθόδευση, αϕού το στοιχείο βάσει του οποίου κατηγορούμαι είναι γενετικό υλικό που εντοπίστηκε σε ένα καπέλο που έπεσε από έναν εκ των δραστών κατά τη διάρκεια της διαϕυγής τους και το οποίο ταυτίζεται 100% με τον δικό μου γενετικό τύπο. Υπάρχουν όμως δύο σημαντικές λεπτομέρειες. Πρώτον, δεν προκύπτει από πουθενά ότι έχει πέσει κάποιο καπέλο από τους δράστες, καθώς στις ϕωτογραϕίες της σήμανσης είναι ϕωτογραϕημένη η παραμικρή λεπτομέρεια της σκηνής και περιλαμβάνει από ϕωτογραϕίες με κάλυκες και βολίδες πυροβόλων όπλων μέχρι γυαλιά οράσεως και καπάκια κινητών τηλεϕώνων, όμως δεν υπάρχει ϕωτογραϕία του περιβόητου καπέλου. Αντ’ αυτού το καπέλο εμϕανίζεται κατευθείαν στις ϕωτογραϕίες με τα ευρήματα στη ΓΑΔΑ και από τα έγγραϕα προκύπτει ότι έχει αποσταλεί από το ΑΤ της Πάρου προς τη ΓΑΔΑ σε διαϕορετική ημερομηνία και ακολουθώντας διαϕορετική διαδρομή από τα υπόλοιπα ευρήματα. Ακόμα και οι μάρτυρες κατηγορίας, παρά την εμϕανή πίεση που υπέστησαν και τις υποδεικτικού τύπου ερωτήσεις που τους έκανε ο προεδρεύων της έδρας κ. Χατζηαθανασίου και παρά το σεμινάριο που όπως αποκαλύϕθηκε τους έκανε η πολική αγωγή  -γεγονός  που ξεπεράστηκε από τον προεδρεύοντα με την ειρωνική δήλωση «δεν πειράζει συμβαίνουν αυτά»-, έπεσαν σε μια σειρά αντιϕάσεις και καθόλου δεν προέκυψε η βεβαιότητα ότι τελικά υπήρξε κάποιο καπέλο ως εύρημα. Δεύτερον, στην έκθεσή της η ΔΕΕ, η οποία ως δια μαγείας καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το DNA μου ταυτίζεται 100% με αυτό του ευρήματος, αναϕέρει μεν ότι έγινε η σάρωση του εσωτερικού του καπέλου με βαμβακοϕόρο στυλαιό όμως δεν διευκρινίζει τι ιστός σαρώθηκε. Δεν αναϕέρει καν δηλαδή αν σαρώθηκε ιδρώτας, αίμα, σπέρμα, κύτταρα δέρματος, σάλιο ή ο,τιδήποτε άλλο, κάτι που το πόσο απαραίτητο είναι γνωρίζει και ένας πρωτοετής ϕοιτητής βιολογίας, πόσο μάλλον κάποιος αξιωματικός της ΔΕΕ που από τις εκθέσεις του εξαρτώνται καταδικάστικες αποϕάσεις. Η έκθεση λοιπόν που προσκομίστηκε από τη ΔΕΕ και με συνοδεύει σε όλα τα στάδια της διαδικασίας, από τον ανακριτή μέχρι και το εϕετείο, είναι μια προκλητικά ελλιπής έκθεση η οποία στην ουσία συγκρίνει το δείγμα του DNA που με βία μου αποσπάσανε στην αντιτρομοκρατική όχι με κάποιον άλλον ιστό αλλά κυριολεκτικά με αέρα κοπανιστό. Με αυτή τη μέθοδο είναι προϕανές ότι θα ταυτίζεται 100%. Αυτός είναι και ο λόγος που κανένας «επιστήμονας» της ΔΕΕ δεν τόλμησε να έρθει ως μάρτυρας στη δίκη για να υποστηρίξει τις εκκεντρικές του θεωρίες. Γιατί θα αποδεικνυόταν ότι ακόμα πιο αξιόπιστο από τη μέθοδο του DNA, όπως αυτή χρησιμοποιείται από τη ΔΕΕ, είναι το να ρίχνει κανείς πασιέντζα.

Η σύλληψή μου εντάσσεται στο πλαίσιο συγκεκριμένης εκστρατείας που διεξήγαγαν και συνεχίζουνε να διεξάγουν συντονισμένα το εγχώριο λόμπι «Νόμος και Τάξη» -δημοσιογραϕικοί κύκλοι, αντιτρομοκρατική υπηρεσία, ειδικοί εϕέτες ανακριτές και wannabe αρεοπαγίτες- ενάντια στον αναρχικό χώρο από τον Σεπτέμβρη του 2009 με πρόσχημα την εξάρθρωση της ΣΠΦ. Μια κενή θέση που προέκυψε από την αντιτρομοκρατική στην υπόθεση της Νέας Σμύρνης τον Δεκέμβρη του 2010, βασισμένη σε μια πραγματική συνάντηση με τον ϕίλο και σύντροϕο Κώστα Σακκά σε κάποιο σουβλατζίδικο στην Καλλιθέα, καθώς και σε μια ανύπαρκτη με τον άγνωστό μου τότε, όμως σύντροϕο, ϕίλο και συγκρατούμενο μου πλέον, Γιώργο Καραγιαννίδη στο Αγρίνιο. Αυτή η κενή θέση «προσϕέρθηκε» από την ίδια υπηρεσία σε εμένα όταν κρίθηκε πως η συγκυρία είναι κατάλληλη και συγκεκριμένα τον Αύγουστο του 2012, όταν ένας πολίτης τραυματίστηκε θανάσιμα στην προσπάθειά του να εμποδίσει τη διαϕυγή των δραστών μετά από ληστεία στην ALPHA BANK της Νάουσας Πάρου. Μια ιδανική ευκαιρία για να δυσϕημιστεί ο αναρχικός χώρος παρουσιαζόμενος να απαρτίζεται από αδίστακτους και αιμοχαρείς ανθρώπους.

Χρειάστηκε να επιστρατευτούν όλα τα μίντια παίζοντας επί μια βδομάδα αποκλειστικά τη σύλληψή μου, προκειμένου το σενάριό τους να γίνει για λίγες ημέρες πιστευτό. Επί μια εβδομάδα διαπομπεύτηκα ως αδίστακτος δολοϕόνος, οι ϕωτογραϕίες μου σε κάθε πιθανή πόζα έκαναν το γύρο του διαδικτύου, ενώ τα πλάνα από τη μεταϕορά μου είτε στα δικαστήρια της Λουκάρεως είτε της Ευελπίδων έπαιζαν σε ζωντανή σύνδεση σε όλα τα τηλεοπτικά κανάλια. Δικαστές, μίντια και αστυνομία παραβίασαν στο όνομα του Νόμου και της Τάξης κάθε δικαίωμά μου, ενώ ασέλγησαν με κάθε πιθανό τρόπο και πάνω στο περιβόητο τεκμήριο της αθωότητας. Ο εις βάρος μου μιντιακός κανιβαλισμός ξεπέρασε κάθε μέτρο ακόμα και για την αισθητική του σύγχρονου μεταμοντέρνου μεσαίωνα. Φυσικά, δεν ήταν μόνο η μιντιακή εξουσία, που προκειμένου να καταδικαστώ πήρε από τα διηγήματά μου μέχρι και στοιχεία της προσωπικής μου ζωής, προσπαθώντας να στριμώξει το «προϕίλ» μου σε εγκληματολογικά στερεότυπα και κατά προτίμηση σε αυτό του παρανοϊκού δολοϕόνου, αλλά και η δικαστική. Είναι ακριβώς τελικά αυτή η μιντιακή επιβολή που έκανε όχι μόνο την απουσία οποιουδήποτε στοιχείου να μην έχει καμία σημασία, αλλά ακόμα και την προκλητική δήλωση του τότε τμηματάρχη της αντιτρομοκρατικής κ. Χαρδαλιά ενώπιον του δικαστηρίου: «Εγώ δε λέω, μπορεί και να μην ήταν ο άνθρωπος στη ληστεία», όχι απλά να μη θεωρηθεί σκάνδαλο αλλά αντ’ αυτού να μη σημειωθεί καν στα πρακτικά. Σκάνδαλο ακριβώς επειδή δεν ήταν μια ϕράση που του ξέϕυγε ανάμεσα σε πολλές, αλλά επειδή είναι μια δήλωση -επίδειξη δύναμης ενός ανθρώπου και της υπηρεσίας που εκπροσωπεί στο δημόσιο χώρο και χρόνο μιας δίκης. Σκάνδαλο επειδή ακριβώς με αυτόν τον αλαζονικό τρόπο εξέϕρασε την ανεξέλεγκτη δύναμη της υπηρεσίας του υπονοώντας κυνικά: «Αδιαϕορώ για το αν ήταν ή δεν ήταν στη ληστεία. Αδιαϕορώ για λεπτομέρειες όπως τα στοιχεία. Εμένα με ενδιαϕέρει για τους δικούς μου λόγους να είναι στη ϕυλακή. Και είναι στη ϕυλακή».  Μια εξέλιξη λίγο πολύ αναμενόμενη τη στιγμή που στη συγκεκριμένη υπηρεσία έχει δοθεί η εν λευκώ εντολή της κατασταλτικής διαχείρισης του αναρχικού χώρου.

Μια υπηρεσία της αστυνομίας που διατηρεί προκλητικά προνομιακές σχέσεις με τα μίντια, σε βαθμό που τα αστυνομικά ρεπορτάζ να ανακατεύονται με τις δικογραϕίες και να επιβάλλονται τα πρώτα ως ενοχοποιητικά στοιχεία. Φυσικά και δεν θα μπορούσε να περιμένει κανείς τίποτε καλύτερο από τον προεδρεύοντα της έδρας κ. Χατζηαθανασίου, που εξάντλησε τα επιχειρήματά του υπέρ της ενοχής μου για όλες τις κατηγορίες στο γεγονός ότι στον παγωμένο Κορυδαλλό στα μέσα του χειμώνα συνήθιζα να ξυρίζομαι με μηχανή και όχι με ξυραϕάκι (στη λογική ότι ο ένας δράστης στη ϕωτογραϕία του κλειστού κυκλώματος της τράπεζας ϕαίνεται να είναι σπανός, άρα μεταμϕιεσμένος, άρα εγώ!), ότι δεν έχω πάει στρατό κι ότι δεν έχω διαβάσει Ζενέ, παρά να δεχθεί μέσα στα αναγνωστέα έγγραϕα που κατά τη γνώμη του συντάκτη του παραπεμπτικού βουλεύματος αποδεικνύουν την ενοχή μου, εκτός από την αναρτημένη στο διαδίκτυο συλλογή διηγημάτων μου με τίτλο «Παρανουαρικό», τα αστυνομικά ρεπορτάζ της ϕυλλάδας -επιτομή του νεοκιτρινισμού- Πρώτο Θέμα προκειμένου να σκιαγραϕηθεί επιτυχώς το προϕίλ μου. Ούτε θα περίμενε κανείς από την εισαγγελέα κυρία Οικονόμου να αντιδράσει, αϕού το μεγαλύτερο διάστημα των συνεδριάσεων θεωρούσε ok να παίρνει έναν υπνάκο ή ότι εν πάση περιπτώσει όχι απλά δεν είναι τουλάχιστον άκομψο αλλά ενδεχομένως να εμπίπτει και στις αρμοδιότητές της, με αποτέλεσμα όταν ήρθε η μέρα να αγορεύσει αντι για εισαγγελική πρόταση να αναγνώσει απλώς το παραπεμπτικό βούλευμα.

Αυτές λίγο πολύ ήταν οι συνθήκες στις οποίες διεξήχθη το πρωτόδικο δικαστήριο σε μια πολιτική συγκυρία που η αντιτρομοκρατική  σταυροϕορία ήταν το πρώτο θέμα στην ατζέντα μιας ακροδεξιάς κυβέρνησης και με τον πρώην εισαγγελέα υπουργό δικαιοσύνης κ. Αθανασίου –το να τοποθετεί κανείς για υπουργό δικαιοσύνης κάποιον πρώην εισαγγελέα είναι ομολογουμένως μια κίνηση πιο ευϕάνταστη από το να τοποθετήσει τον Ηρώδη για υπουργό παιδείας- να προαναγγέλλει την εντός 100 ημερών ίδρυση ϕυλακών τύπου Γ’ για τρομοκράτες και την αντιτρομοκρατική να συλλαμβάνει μέρα παρά μέρα με αστεία προσχήματα τον Κώστα Σακκά εξωθώντας τον τελικά στη ϕυγοδικία.

Σήμερα η συγκυρία είναι διαϕορετική με την έννοια ότι η κυβέρνηση που ανέλαβε τη διαχείριση της εξουσίας και την επιβολή των ακραίων πολιτικών λιτότητας απευθύνεται παραδόξως ακόμη σε προοδευτικό ακροατήριο και ως εκ τούτου δεν έχει αιχμή της την αντιτρομοκρατική-αντιεγκληματική-αντιμεταναστευτική πολιτική, τουλάχιστον σε επίπεδο συμβολισμών. Παρά την απροθυμία του Υπουργείου Δικαιοσύνης να συγκρουστεί με το εγχώριο  λόμπι «Νόμος και Τάξη» και το ϕόβο του να ελέγξει νομοθετικά την πραγματικά ανέλεγκτη και ανεξέλεγκτη δικαστική εξουσία η οποία βάση του άρθρου εκτρώματος 177 του ΚΠΔ περί ηθικής αποδείξεως και της ακραίας ιεροεξεταστικής αντίληψης, ερμηνείας και κατάχρησής του δεν είναι αναγκασμένη να ακολουθεί στις αποϕάσεις της νομικούς κανόνες αλλά να εκτιμάει ελεύθερα όντας υπόλογη μόνο στη συνείδησή της -μια συνείδηση τόσο μιαρή και μολυσμένη που ακόμη και ο Πόντιος Πιλάτος θα έβρισκε βολικό να λογοδοτεί. Παρά επίσης τη διπρόσωπη τακτική του Υπουργείου Δικαιοσύνης να ψηϕίζει ϕαινομενικά προοδευτικούς νόμους, οι οποίοι όμως εμπεριέχουν στην ίδια τους τη διατύπωση τη δυνατότητα της μη εϕαρμογής τους από τους δικαστές, δείχνει τουλάχιστον σε επίπεδο συμβολισμών καi όχι ουσίας νέες επενδύσεις στην καταστολή της παραβατικότητας του λευκού κολάρου.

Αυτή είναι η συγκυρία και αυτά είναι τα γεγονότα. Θεωρώ τον δικαστικό αγώνα που καλούμαι να δώσω για την απαλλαγή μου από όλες τις κατηγορίες στο εϕετείο μια στιγμή του αγώνα ενάντια στο βαθύ αστυνομικό κράτος, ενάντια στην ποινική καταστολή και τα ακραία δόγματά της. Μια ιδιότυπη υπαρξιακά μάχη που κριτής και αντίπαλος ενσαρκώνονται στον ίδιο θεσμό, αυτόν της δικαστικής εξουσίας.

Εγώ με τη σειρά μου θέλω να τονίσω ότι όπως και στο πρωτόδικο έτσι και στο εϕετείο δεν θα δηλώσω αθώος και δεν θα παρακαλέσω κανένα δικαστή να με πιστέψει. Δεν είμαι αθώος. Στον ταξικό πόλεμο επέλεξα πλευρά με τους αδικημένους και τους καταπιεσμένους, με τους αποκλεισμένους και τους κυνηγημένους, με τους ενόχους και τους κολασμένους. Οργανώθηκα πολιτικά στον αναρχικό χώρο με το μεγαλεπήβολο πράγματι στόχο να πλήξω τις κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές δομές του κεϕαλαίου και του κράτους του. Όμως αρνήθηκα, αρνούμαι και  θα αρνηθώ ξανά τις πράξεις που μου καταλογίζουν. Δεν υπήρξα ποτέ μέλος της ΣΠΦ, δεν συμμετείχα στη συγκεκριμένη ληστεία και προπαντώς δεν σκότωσα και δεν θα μπορούσα να σκοτώσω για οποιονδήποτε λόγο και υπό οποιεσδήποτε συνθήκες έναν άοπλο πολίτη.

ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΡΧΙΑ, ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟ

Τάσος Θεοϕίλου

Φυλακές Κορυδαλλού 24 Γενάρη 2016

*από εισερχόμενο email στο baktirio