Αναδημοσίευση από sinialo.espiv.net
Από τον τοίχο του πρώτου Δημόσιου Νεκροταφείου της Αρχαίας Αθήνας, στον πεζόδρομο της Ερμού, ξεκίνησε σήμερα, η εκστρατεία του Δήμου για την αφαίρεση γκράφιτι από σημαντικούς δρόμους και τοπόσημα της πρωτεύουσας. Συνεργεία της καθαριότητας του δήμου Αθηναίων και εθελοντές καθάρισαν από γκράφιτι, με σύγχρονες τεχνικές, το εμβληματικό αυτό σημείο της πόλης.
Σε δηλώσεις του, ο Δήμαρχος ΑΘηναίων, Γιώργος Καμίνης, κάλεσε όλους τους συμπολίτες του να συμμετάσχουν στο καθαρισμό της πόλης «από τη μουτζούρα» η οποία είπε «είναι μια εικόνα που αδικεί την Αθήνα». Όπως ανέφερε, η επόμενη παρέμβαση θα γίνει στην οδό Πανεπιστημίου και θα ακολουθήσουν οι άλλες μεγάλες οδικές αρτηρίες της πόλης. «Είναι ένας μεγάλος πολύχρονος αγώνας στον οποίο θέλουμε κοντά μας τους κατοίκους και τις ενεργές ομάδες πολιτών. Θέλουμε περιφρούρηση του δημόσιου χώρου», τόνισε.
2.
Θα ήταν λάθος αν αντιμετωπίζαμε τον ανεκδιήγητο Γιώργο Καμίνη ως έναν ακόμη γραφικό δήμαρχο που, μέσω πυροτεχνηματικών κινήσεων εντυπωσιασμού, επιχειρεί να αντλήσει πολιτική υπεραξία αλλά και να προσελκύσει τους απαραίτητους ψηφοφόρους που θα εξασφαλίσουν την συνέχιση της πολιτικής του καριέρας. Ο Γ. Καμίνης πρέπει να αναγνωστεί ως φιγούρα που αντανακλά μια νέα κυρίαρχη αφήγηση για το αστικό τοπίο και τις περιφράξεις εντός του. Έχοντας διατελέσει διδάκτωρ στο Paris I, επίκουρος καθηγητής στη Νομική Αθηνών, Συνήγορος του Πολίτη και, τέλος, Δήμαρχος Αθηνών με ευρεία κομματική στήριξη (ΠΑΣΟΚ, ΔΗΜΑΡ, Οικολόγοι Πράσινοι, Δράση, Φιλελεύθερη Συμμαχία) η περίπτωση του Καμίνη συγκεντρώνει όλα τα απαραίτητα συστημικά εργαλεία ώστε να αποτελεί βασικό πυλώνα της νέας αντιμεταπολίτευσης. Ως πολιτική φιγούρα αντανακλά μια «φρέσκια» κατεύθυνση του συστήματος και προτείνει ένα νέο ιδεολόγημα καταστολής στο αστικό πλέγμα.
Το ιδεολόγημα αυτό έχει ήδη εκφραστεί μέσα από τον πόλεμο του νυν δημάρχου στις καταλήψεις του κέντρου· με χαρακτηριστική την περίπτωση της Villa Amalias, της οποίας το κτίριο, αφού εκκενώθηκε, γκρεμίστηκε εσωτερικά από τον Δήμο αφήνοντας όρθιο μονάχα τα εξωτερικό του περίβλημα. Στο Carex Flacca #2 γράφαμε: «Το εκδικητικό γκρέμισμα της Βίλας και οι σκόπιμα προβεβλημένες εικόνες από το συλημένο κουφάρι της συμπυκνώνουν τη στρατηγική ενός ολοκληρωτικού καθεστώτος που αναδιαμορφώνει τον αστικό χώρο με αποκλειστικό κριτήριο τη μεγιστοποίηση του κέρδους και την επιβολή του κατασταλτικού ελέγχου. Ξεγυμνώνουν το αποκρουστικό πρόσωπο της “ανάπτυξης” και της “ανάπλασης” που οραματίζονται τόσο οι αριστεροί όσο και οι δεξιοί πολιτικοί εκπρόσωποι του κεφαλαίου, καταλήγοντας στην ερείπωση ιστορικών τόπων αγώνα, στην περίφραξη των δημόσιων χώρων και στη λεηλασία του φυσικού περιβάλλοντος» [1].
Ένα ακόμη χαρακτηριστικό στιγμιότυπο της φόρμουλας καταστολής που περιγράψαμε παραπάνω αποτελούν τα παγκάκια που εγκατέστησε ο Καμίνης σε πλατείες της Αθήνας κατασκευασμένα με τέτοιο τρόπο (σίδερα στις άκρες) ώστε να είναι αδύνατο να χρησιμοποιηθούν από τους άστεγους της πόλης. Η μισάνθρωπη πολιτική του Καμίνη απέναντι στους άστεγους είχε, άλλωστε, εγκαινιαστεί μερικά χρόνια πριν όταν ενορχήστρωσε αστυνομική επιχείρηση για την εκκένωση του Πνευματικού Κέντρου Αθηνών από άστεγους που εισήλθαν στον χώρο την πιο κρύα μέρα του χειμώνα 2012.
Πρόκειται για την ίδια περίοδο που ο Δήμαρχος Αθηναίων στήριζε ανοιχτά τις γελοίες πρωτοβουλίες απερίγραπτων “πολιτών” να ντύνουν με πλεκτά πουλόβερ τα δέντρα της πόλης. Oι συγκεκριμένες “ενεργές ομάδες πολιτών”, στις οποίες απευθύνεται και πάλι ο Καμίνης για τον καθαρισμό των τοίχων της πόλης, είναι οι ίδιες που ονειρεύονται τον “εξευγενισμό” της Αθήνας (που -παραδόξως;- προωθήθηκε και μέσω έκθεσης τέχνης νομιμοποιημένων γκραφίτι από καλλιτέχνες στους τοίχους της πόλης, στα πλαίσια του ReMap σε Μεταξουργείο-Κεραμεικό) και θα στηρίξουν, όταν χρειαστεί, νέες επιχειρήσεις για ένα “καθαρό” κέντρο από τις εκάστοτε “μουτζούρες” (βλ. άστεγους, μετανάστες κ.λπ.).
3.
Όλα τα παραπάνω παρέχουν ένα σαφές πλαίσιο ανάγνωσης της πολιτικής Καμίνη σε ό,τι αφορά το δημόσιο χώρο και εν γένει το αστικό τοπίο: το τελευταίο δεν μπορεί παρά να αποτελεί ένα στατικό και περίκλειστο φορέα των κυρίαρχων νοηματοδοτήσεων για την πόλη και τις σχέσεις που αναπτύσσονται εντός της. Ο δημόσιος χώρος εξετάζεται ως εικόνα της πόλης και, στο βαθμό που η πόλη βρίσκεται υπό διαρκή επιτήρηση και καταστολή, η εικόνα της δεν μπορεί παρά να αντικατοπτρίζει τη συγκεκριμένη ποιότητά της.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, εντάσσεται και ο καθαρισμός των τοίχων της Αθήνας από τα graffiti και τα tags. Ο Καμίνης δηλώνει ότι αυτές οι μουτζούρες αδικούν την εικόνα της Αθήνας και εδώ ακριβώς είναι που τίθεται το ερώτημα: ποιας Αθήνας;
4.
Ο πόλεμος ενάντια στα graffiti αποτελεί στιγμιότυπο μιας γενικότερης σύγκρουσης που δεν αφορά μόνο στην “αισθητική” καθαυτή της πόλης αλλά στην ίδια τη φυσιογνωμία της και κατ’ επέκταση στη φυσιογνωμία της σχέσης των ανθρώπων, που ζουν ή κινούνται σε αυτή, τόσο μεταξύ τους όσο και με την υλικότητά της. Είναι φανερό ότι ο Καμίνης ονειρεύεται μια πόλη της οποίας τα περιεχόμενα (και συνεπώς η εικόνα) είναι πλήρως αποδεσμευμένα από την εμπειρία αλλά και την εμπλοκή όσων αποκτούν μια σχέση με αυτή. Μια πόλη που επιτελεί “ηγεμονικές γεωγραφίες”, σύμφωνα με τον όρο του Cresswell που εκφράζει «την προώθηση και επιβολή από τις κυρίαρχες ομάδες συγκεκριμένων επιλογών στο χώρο, οι οποίες οδηγούν σε συγκεκριμένους τρόπους χρήσης, κατανόησης και αντίληψής του, δηλαδή σε οριοθετημένα νοήματα» [2].
Στην περίπτωση των τοίχων της Αθήνας, τα οριοθετημένα νοήματα αφορούν όχι μόνο στην αποστειρωμένη και καθαρή εικόνα αλλά, παραπέρα, στον αφανισμό κάθε απόπειρας οικειοποίησης του δημόσιου πεδίου, στην εμπέδωση της τάξης, στην αισθητική επιβολή και στην επιβεβαίωση της παντοδυναμίας των εμπορευματικών σχέσεων πάνω στο χώρο. Το “αποδεκτό” για την εικόνα μιας κυρίαρχα προσδιορισμένης πόλης δεν είναι οι “μουτζούρες” αλλά ό,τι μπορεί να επιβεβαιώσει τον συγκεκριμένο κυρίαρχο προσδιορισμό.
Ο έλεγχος του χώρου αποτελούσε ανέκαθεν σημαντικό διακύβευμα για την Εξουσία στην προσπάθειά της να καθυποτάξει τις ανθρώπινες κοινωνίες. Οι τοίχοι της πόλης, ως εξωτερική επιφάνεια του χώρου της, ο οποίος βιώνεται ή διασχίζεται αδιάκοπα, αποκτούν πολιτική σημασία αφού πάνω τους αντανακλάται η διαχείριση του χώρου αλλά και των κοινωνικών δυναμικών και ανταγωνισμών που αναπτύσσονται εντός του.
Οι “βρώμικοι” τοίχοι αποτελούν τα “σπασμένα παράθυρα” της θεωρίας των εγκληματολόγων Τζέιμς Ουίλσον και Τζορτζ Κέλινγκ οι οποίοι το 1982 υποστήριξαν ότι αν τα σπασμένα παράθυρα ενός εγκαταλελειμμένου κτιρίου δεν επισκευαστούν άμεσα, θα αποτελέσουν “κίνητρο” καταστροφής περισσότερων παραθύρων από επίδοξους βάνδαλους οι οποίοι τελικά ενδέχεται να εισβάλουν στο κτίριο ή ακόμη και να πραγματοποιήσουν κατάληψη εντός του. Η συγκεκριμένη “θεωρία των σπασμένων παραθύρων” αποτέλεσε, κατά το παρελθόν, σημαντικό επιστημονικό εργαλείο στα χέρια των κυρίαρχων για την ανάπτυξη και εφαρμογή τεχνολογιών κοινωνικού ελέγχου, με προεξέχον παράδειγμα το δόγμα της “μηδενικής ανοχής” που εφάρμοσε ο ρεπουμπλικάνος δήμαρχος της Νέας Υόρκης Τζουλιάνι [3]. Το ζήτημα, ωστόσο, παραμένει ανοιχτό: ποιος και με ποιο τρόπο ορίζει την πρακτική του “κτιρίου”;
5.
Στον αντίποδα των “ηγεμονικών γεωγραφιών”, ο Cresswell αντιπαραθέτει τις “αιρετικές γεωγραφίες” κάνοντας λόγο για τα «δημιουργήματα κοινωνικών ομάδων οι οποίες αδιαφορούν ή αντιστέκονται στην επιβεβλημένη από τους κοινωνικά ισχυρούς ανάγνωση και πρακτική του τοπίου» [2].
Στην πραγματικότητα, η οικειοποίηση των τοίχων της πόλης αποτελεί μια προσπάθεια επανανοηματοδότησης των περιεχομένων του χώρου και, ταυτόχρονα, μια πράξη αντίστασης και αμφισβήτησης του κυρίαρχου προσδιορισμού του. Τόσο τα περιεχόμενα όσο και η μορφή (αισθητική) της πόλης διαμορφώνονται στη βάση της ανθρώπινης δράσης και, ως εκ τούτου, της σχέσης των υποκειμένων με τον χώρο. Στην κυρίαρχη ανάγνωση της πόλης ως ένα πεδίο στατικό και περίκλειστο, θα πρέπει να αντιπαραβάλλουμε τον Λεφέβρ που υποστηρίζει ότι «ο χώρος παράγεται κοινωνικά, επενδύεται δηλαδή συνεχώς με νοήματα από τις κοινωνίες οι οποίες ενδημούν σε φυσικούς χώρους και βρίσκονται σε διαλεκτική σχέση μαζί τους» [4].
Η διαλεκτική αυτή σχέση των υποκειμένων με την πόλη δεν μπορεί παρά να διαμορφώνει ένα αστικό τοπίο υπό διαρκή κατασκευή. Μέσα σε ένα τέτοιο “ρευστό” τοπίο κάθε κοινωνική δυνατότητα παραμένει ανοιχτή όχι μόνο ως προς την πραγμάτωσή της αλλά και ως προς την εγγραφή της στο χώρο· μια εγγραφή που θα επανανοηματοδοτήσει την πόλη και, άρα, την κοινωνική δραστηριότητα εντός της.
6.
Αυτή ακριβώς η “ανοιχτή δυνατότητα” είναι που φαίνεται να ενοχλεί τον Καμίνη, και τον κάθε Καμίνη. Ανεξάρτητα από το τι αναγράφεται στα graffiti, τα συνθήματα και τις λοιπές “μουτζούρες” (και χωρίς αυτό να σημαίνει ότι παραγνωρίζουμε την σημασία του περιεχομένου) αλλά και πέρα από οποιαδήποτε υποκειμενικά αισθητικά κριτήρια, οι τοίχοι της πόλης πρέπει να ιδωθούν ως πεδία πάνω στα οποία εδαφικοποιείται η σύγκρουση ανάμεσα στην κυρίαρχη πρακτική του τοπίου και τη διαρκή διαπραγμάτευσή του ως δυνατότητα ελευθερίας στον χώρο.
Carex Flacca
ομάδα της κατάληψης Σινιάλο
ενάντια στις επικυρίαρχες μητροπολιτικές ροές
για την εδαφικοποίηση της εξεγερσιακής προοπτικής
Παραπομπές
[1] Carex Flacca, Τεύχος 2, Αυτοί είμαστε! (για την ισοπέδωση του κτιρίου της Villa Amalias)
[2] Καραθανάσης Π., Οι τοίχοι της πόλης ως “αμφισβητούμενοι χώροι”: Αισθητική και αστικό τοπίο στην Αθήνα
[3] CrimeVSSocialControl, Η θεωρία των “σπασμένων παραθύρων”
[4] Γιαννιτσιώτης Γ., Ο Άρης Βελουχιώτης επιστρέφει στη Λαμία: Χωρικές διαμάχες γύρω από έναν μνημονικό τόπο