Επειδή πάρα πολλά έχουν ήδη ειπωθεί και θα ειπωθούν ακόμη περισσότερα, ένα ακόμα κείμενο γεμάτο ύμνους ή αφορισμούς δε θα είχε τίποτα να προσθέσει και να προσφέρει.
Γι’ αυτό, εδώ θα γραφτούν, με αφορμή τα γεγονότα του τελευταίου καιρού, μόνο όσα κρίνεται απαραίτητο για το πριν το τώρα και το μετά μιας κατάστασης που αφορά άμεσα όχι μόνο την πλατεία και τον κόσμο εκεί αλλά όλους κι όλες μας. Δημόσια και ανοιχτά, όχι εκθέτοντας ή λασπώνοντας άτομα κι εγχειρήματα. Και σίγουρα όχι με περισσή ευκολία ή έπαρση όπως συνηθίζεται.
Το τί συμβαίνει στην περιοχή των εξαρχείων (και όχι μόνο) με το εμπόριο και τις μαφίες, το γνωρίζει όλος ο κόσμος χρόνια τώρα. Κι όντως, έπρεπε κάτι επιτέλους ν’ αρχίσει να γίνεται απο πλευράς α/α για το ζήτημα, γιατί δεν μπορούμε να κλείνουμε τα μάτια σε μια τέτοια φθοροποιό και υποτιμητική κατάσταση. Είναι όντως κατάντια και πρέπει ν’ αλλάξουν πολλά, κι αυτό δε γίνεται ανώδυνα και ειρηνικά σε καμία περίπτωση. Οι όποιες διαφωνίες πάνω σε χειρισμούς και ατομικές ή λιγότερο ατομικές στάσεις, συμπεριφορές και νοοτροπίες σχετικά με το θέμα αυτό, δεν είναι καθόλου μα καθόλου ασήμαντες, αλλά επίσης, δεν είναι προς τέρψιν κανιβαλιστικών ορέξεων σε δημόσια φόρουμ ανευθυνότητας.
Στο ζουμί λοιπόν.
Αρχικά, μια παραδοχή μάλλον αυτονόητη: Κανείς δε λυπήθηκε για το θάνατο του χαμπίμπι. Οι φιλανθρωπικού τύπου ευαισθησίες περί δολοφονίας και χαμένης ανθρώπινης ζωής είναι από απλά φωνές του σαλονιού και ρεφορμιστικές παράφωνες κορώνες, ως και κατευθυνόμενες. (Το ποιός πώς και γιατί τον έφαγε και το πού και αν αυτό οδηγεί, είναι σαφώς άλλη παράμετρος, που αφορά εσωτερικές κουβέντες ενός χώρου ή κινήματος).
Για να τεθεί ευγενικά: ο κάθε χαμπίμπι θα λείψει μόνο στ’ αφεντικά του, δηλαδή στο κράτος και τις μαφίες.
Για να μην ξεχνάμε όμως και τ’ αυτονόητα, θα πρέπει να ξεκαθαρίζουμε κάποια πράγματα.
Ερχόμαστε λοιπόν στην ανάληψη ευθύνης… Πέρα από κάποιες γενικά και ίσως επιφανειακά διατυπωμένες θέσεις που πιο πολύ δείχνουν να γράφτηκαν για να εκμαιεύσουν στήριξη ή συμπάθεια από πλευράς αναρχικών, το κείμενο βρίθει απολυταρχικών νοοτροπιών που παραπέμπουν σε καθεστώτα και λειτουργίες που μόνο ξένες είναι προς κάθε αναρχικό/ή, προς κάθε έννοια της λέξης απελευθερωτικό κίνημα.
Από πότε μια τέτοια λογική αποτελεί μέρος του πολιτικού (με ή χωρίς εισαγωγικά) αγώνα? Ποιος αναρχικός ή κομμουνιστής μπορεί να νιώθει κοντά σε μια ανοιχτή διατύπωση απειλών για χρήση βίας σε περίπτωση μη συμμόρφωσης προς τας υποδείξεις? Κι όχι απειλών προς το κράτος, όχι προς φασίστες ή δικαστικούς, ρουφιάνους των μ.μ.ε. ή μπάτσους, αλλά προς τοξικομανείς ή απλούς “καπνιστές”. Πώς μπορεί να θεωρεί κανείς ότι αντιπροσωπεύεται αξιακά από έναν λόγο που προκρίνει την αντιμετώπιση των εξαρτημένων μέσω της βίαιης απομάκρυνσή τους ή που εξισώνει ψυχικά ασθενείς με δολοφόνους?
Είναι θεμιτό να παραγνωρίζουμε ότι το κράτος επιδιώκει τον διαχωρισμό ανθρώπων σε κοινωνικά στρατόπεδα, την περιθωριοποίηση των «προβληματικών» που αλλοιώνουν την εικόνα μιας εύρυθμης, λειτουργικής και απαστράπτουσας – μα τόσο υποκριτικής τελικά- κοινωνίας? Πώς γίνεται να μην ανα-γνωρίζουμε τις μεθοδεύσεις του κράτους προκειμένου “εγκληματίες”, παράνομοι και «ψυχάκηδες» να στιγματιστούν αμετάκλητα και να βρεθούν στις φυλακές και τα ψυχιατρεία ξεθωριάζοντας στη λήθη χωρίς καμιά βοήθεια, χωρίς την αναγκαία σε αρκετές περιπτώσεις θεραπεία? Ποιος αναρχικός δεν ανα-γνωρίζει τελικά ότι εξαρτημένοι και ψυχικά ασθενείς αποτελούν θύματα του ίδιου του καπιταλισμού?
Εν ολίγοις η ελαφρά τη καρδία χρήση όρων όπως «παρανοϊκός», ψυχωτικός» και ακόμα περισσότερο ο συσχετισμός αυτών με «δολοφόνους» και «καθάρματα» είναι συνδέσεις που χρησιμοποιεί η κυριαρχία και οι κάθε λογής εξουσιαστές, είτε από άγνοια αφού το προφίλ του ψυχωτικού αιμοσταγή δολοφόνου έχει προμοταριστεί με άκρως επιδέξιο τρόπο κυρίως από τα μίντια διαστρεβλώνοντας την πραγματική εικόνα σε σχέση με τις ψυχικές νόσους, είτε επιτηδευμένα αφού οι εξαρτήσεις από ναρκωτικά, φάρμακα, ουσίες και η παθητικοποίηση χρηστών και παθόντων είναι ένα ακόμα κατασταλτικό μέσο του κράτους.
Υπάρχει κάποια αναρχική επαναστατική αξιακή συγκρότηση που να μπορεί ν’ ανέχεται αυτήν την αβίαστη, πρωτοφανή και αδιάκριτη γενίκευση εκ μέρους αυτόκλητων σωτήρων και εκκαθαριστών σκληρής σταλινικής λογικής (στην καλύτερη περίπτωση)?
Αλλά και σχετικά με τις αναφορές σε «αντικοινωνισμό» και «απειθαρχία», ποιος οριοθετεί τα πλαίσια μέσα στα οποία η αναρχική διάδραση και δράση (δεν) κρίνεται μεμπτή? Ποιος ορίζει τα πλαίσια μιας κάποιας αναρχικής πειθαρχίας? Ποιος στην τελική θεωρεί ότι μπορεί να υφίσταται ένας κεντρικός μπούσουλας ή μια πεπατημένη έξω από την οποία ένα υποκείμενο θα χαρακτηρίζεται απείθαρχο και θα αντιμετωπίζεται ως τέτοιο?
Όμως στο κείμενο της ανάληψης τα προβλήματα δε σταματούν εδώ… Δε στέκει με κανένα βάσιμο ειρμό σκέψης η σύγκριση των συνθηκών στα εξάρχεια με αυτά του ira ή της Τουρκίας που αναφέρονται, καθώς εκεί τα σχετικά παραδείγματα αφορούν ριζωμένα κινήματα, τα οποία είναι σε ανοιχτό πόλεμο με το κράτος τους. Αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς τότε η όποια σύγκριση μάλλον θα πρέπει να θεωρείται δυσανάλογη και άστοχη… Άλλωστε το πρόβλημα δεν είναι μόνο της πλατείας, ούτε καν μόνο των εξαρχείων ευρύτερα. Δε νοείται να λέμε για ”ανακούφιση” μιας γειτονιάς απλά ,γιατί έτσι θα υπάρξει μετακίνηση και όχι λύση του όποιου προβλήματος. Και κοιτώντας ακόμα πιο βαθιά το ζήτημα, δεν μπορεί παρά να μας ενοχλούν και οι παλαιότερες “εξυγιαντικές” απόπειρες μαγαζατόρων και δήθεν κατοίκων (μεγαλοϊδιοκτητών) της περιοχής, που μπορεί να μην είναι τόσο εξώφθαλμες, είναι όμως στα πλαίσια μιας βολικής για το κράτος και την οικονομία λογικής…
Όλοι -ή σχεδόν- και όλες, συμφωνούμε ότι όντως υπάρχουν ζητήματα είτε κατά καιρούς είτε πιο μόνιμα με άτομα, συμπεριφορές και νοοτροπίες που κακώς ανθούν στο χώρο μας, αλλά και γενικότερα στην πολύπαθη κι αγαπημένη μας πλατεία και τα πέριξ. Αλλά οι διαπιστώσεις είναι το εύκολο, είτε γίνονται «ακαδημαϊκά» για χάρη της ίδιας της ανάλυσης, είτε συνοδεύονται από κάποια πράξη μέσω της οποίας προκύπτουν και επιμέρους πορίσματα. Ακόμα όμως κι όταν αφορούν τη δεύτερη περίπτωση, δεν χρησιμεύουν χωρίς ουσιώδεις αντιπροτάσεις ή όταν συνοδεύονται από αοριστολογίες. Όταν ακόμα ακόμα δεν υπάρχει ανάλυση εκ των βάθρων για καταστάσεις όπως οι ψυχικές ασθένειες και όταν η ανάλυση αυτή δεν ξεπερνά μια κατ επίφαση εκτίμηση τύπου ο παρανοϊκός είναι δολοφόνος και κάθαρμα, εκτίμηση που ταυτίζεται με εκείνη της ίδιας της εξουσίας αλλά και της πλειονότητας της κοινωνίας που τους αντιμετωπίζει, είτε επιθετικά είτε παθητικά, σαν παράσιτα και ενίοτε σαν εχθρούς.
Κανείς δεν προωθεί την ανοχή στις μαφίες, ούτε τη χουλιγκανοποίηση της δράσης μας. Αλλά από αυτό το σημείο μέχρι την άκρως ιεραρχικοποιημένη και κυριαρχική λογική των συγγραφέων της ανάληψης ευθύνης, υπάρχει τεράστιο χάσμα. Ποιο κοντινό μας επαναστατικό σχέδιο οργάνωσης έχει ποτέ ξαναεκφραστεί με αυτήν την εξουσιαστική γλώσσα? Σε ποιας επανάστασης το όνομα εξαπολύονται διάχυτες απειλές ωμής καταστολής? Ποια αναρχία μιλάει σα να ξεκαθαρίζει λογαριασμούς?
Όταν κάτι δε μας αρέσει πολιτικά κι ανθρώπινα, αγωνιζόμαστε και πολεμάμε να το αλλάξουμε ή να το καταργήσουμε. Με τι κόστος όμως? Με τί περιεχόμενο? Ο σκοπός εξυπηρετείται από οποιοδήποτε μέσο ή από μέσα που συμβαδίζουν με αυτόν, όποιο κι αν είναι το προσωπικό τους κόστος? Είμαστε άνθρωποι ή ρομποτάκια? Όταν το πολιτικό και αξιακό περιεχόμενο είναι τόσο κραυγαλέα μη οικείο μας, τότε είτε η ποιότητα χάθηκε στο δρόμο κυνηγώντας τον σκοπό είτε δεν υπήρξε ποτέ.
Οι προτάσεις, οι λογικές, τα σχέδια, και η συνείδηση που μέσα από αυτά προκύπτει ή και εκφράζεται, αυτά είναι που καίνε… Εκεί είναι που φαίνεται όντως αν τα λόγια κι οι πράξεις συμβαδίζουν κινούμενα προς αναρχική απελευθερωτική κατεύθυνση ή αν απ’ την άλλη εκφράζουν λογικές τελείως ξένες προς αυτή.
Κάποιες φορές ενώ νομίζουμε ότι το πρόβλημά μας είναι απέναντι, αυτό βρίσκεται μέσα ή ανάμεσά μας.
Καλή μας δύναμη. Πόλεμος σε κάθε μαφία και κάθε εξουσία.
Πρωτοβουλία συντρόφων και συντροφισσών από τον αναρχικό χώρο
Αναδημοσίευση από mpalothia.net