«Δημιουργήσαμε αυτό το τέρας και απέκτησε δικιά του ζωή» λέει ο Jed Rakoff, Ομοσπονδιακός Δικαστής της Νέας Υόρκης την δεύτερη ημέρα του 11ου ετήσιου συμποσίου εγκληματολογίας του Ινστιτούτου Harry Frank Guggenheim και συνεχίζει κάνοντας κριτική στους συναδέλφους του που επιβάλλουν «εξωφρενικές ποινές» στέλνοντας ανθρώπους για τόσο μεγάλες περιόδους στην φυλακή.
Αυτό που κατά τον Jed Rakoff οδήγησε σε τόση αυστηροποίηση της ποινικής καταστολής στο δικαστικό στάδιο είναι ο θεσμός της δήλωσης ενοχής, δηλαδή η αποδοχή της ενοχής από τον κατηγορούμενο ως αποτέλεσμα συμβιβασμού με τον εισαγγελέα με αντάλλαγμα μια μέτρια – σε σχέση με την προβλεπόμενη ως υψηλότερη – ποινή.
Αυτός ο θεσμός πρακτικά υποτίθεται ότι βοηθάει το δικαστικό σύστημα να αποφεύγει τα έξοδα και το φόρτο εργασίας που θα δημιουργούνταν αν εκδικαζόταν όλες οι υποθέσεις.
Κάποιοι από τους λόγους που οι κατηγορούμενοι υποκύπτουν σε αυτόν τον θεσμοθετημένο εισαγγελικό εκβιασμό είναι προφανείς και έχουν να κάνουν με τον φόβο μιας μεγαλύτερης καταδίκης. Δεδομένου μάλιστα ότι ο εισαγγελέας δεν τους γνωστοποίει τα στοιχεία που υπάρχουν εναντίον τους είναι πολύ λογικό να πάνε πάσο – ανεξάρτητα από την ενοχή ή την αθωότητα τους – σε αυτή την ιδιότυπη δικαστική παρτίδα πόκερ. Πόσο μάλλον όταν ακόμη και στην σπάνια περίπτωση που αποφασίσουν να δικαστούν για να αποδείξουν την αθωότητα τους, είναι πιθανό λόγω της δικαστικής γραφειοκρατίας, να περιμένουν στην φυλακή μέχρι την ενδεχόμενη τελική τους δικαίωση, τόσα χρόνια όσα θα περνούσαν αν δεχόταν την εισαγγελική προσφορά.
Υπάρχουν όμως και λιγότερο προφανείς λόγοι όπως το γεγονός ότι οι δικηγόροι διεξάγουν παράλληλα την προσωπική τους στρατηγική δημοσίων σχέσεων με τους δικαστές και τους εισαγγελείς και προκειμένου να αποκτήσουν φήμη, λειτουργούν ακόμη και σε βάρος των κατηγορουμένων που υπερασπίζονται προτείνοντας τους ως καλύτερη λύση τον συμβιβασμό με την προοπτική ότι αν δεν συγκρουστούν με τους εισαγγελείς θα τους εξασφαλίσουν ευνοϊκότερες αποφάσεις σε μελλοντικές σημαντικότερες υποθέσεις.
Ο θεσμός αυτός έχει δημιουργήσει μια ακόμη συνέπεια. Κατηγορούμενοι προκειμένου να πετύχουν μια μικρότερη ποινή δέχονται να καταθέτουν εναντίον υπόπτων που τους υποδεικνύονται από τον εισαγγελέα ανεξάρτητα από το αν η μαρτυρία τους αυτή είναι ψευδής ή αληθής δημιουργώντας καινούριους κατηγορούμενους . Οι νέοι αυτοί κατηγορούμενοι με την σειρά τους και υπό το βάρος της εναντίον τους κατάθεσης δεν έχουν παρά να υποκύψουν στον εισαγγελικό εκβιασμό παραδεχόμενοι την ενοχή τους υπό τον φόβο μιας ακόμη μεγαλύτερης ποινής.
Η ποινική καταστολή στις ΗΠΑ λειτουργεί με λογική και ρυθμούς φασόν τόσο σε αστυνομικό όσο και σε δικαστικό επίπεδο. Η αστυνομία και η δικαιοσύνη υπό την πίεση του φόρτου εργασίας καλούνται να λύσουν ή στις περισσότερες περιπτώσεις να κλείσουν γρήγορα τις υποθέσεις.
Αυτός ο θεσμός έχει πάρει σήμερα μεγαλύτερες διαστάσεις παρά ποτέ. Ενώ λίγες δεκαετίες πριν υπήρχε τουλάχιστον ένα ποσοστό 15% των πολιτειακών και ένα 20% των ομοσπονδιακών υποθέσεων που κατέληγαν σε δίκη σήμερα αυτό το ποσοστό έχει μειωθεί αισθητά στο 3 και 6% αντίστοιχα.
Ο δικαστής Jed Rudoff το αποκαλεί «σύστημα ολοκληρωτικά μυστικής δικαιοσύνης» όπου ο εισαγγελέας κρατάει όλα τα χαρτιά. Οι συμφωνίες αυτές γίνονται πάντα πίσω από κλειστές πόρτες και έτσι καθώς το σύστημα γίνεται τόσο αδιαφανές είναι μοιραίο να οδηγείται σε σοβαρές αστοχίες.
Την ίδια στιγμή που ερευνητές, δημοσιογράφοι, πολιτικοί, επιστήμονες και κοινό έχουν την μεγαλύτερη από κάθε εποχή πρόσβαση στα στατιστικά δεδομένα της εγκληματικότητας, των συλλήψεων και των φυλακίσεων, αριθμοί που λειτουργούν στο επίπεδο του εντυπωσιασμού και με τέτοιον τρόπο ώστε να αιτιολογείται η αυστηροποίηση της καταστολής και ο μαζικός εγκλεισμός, συγχρόνως δεν υπάρχουν τα στοιχεία με τα οποία το 97% των κρατουμένων βρίσκεται στην φυλακή αφού αυτά τα κρατάνε απόρρητα οι εισαγγελείς.
Υπάρχει θα έλεγε κανείς μια αναλογία της θεαματικοποίησης της αστυνομικής καταστολής με την μυστικοποίηση της δικαστικής.
*Η επιστήμη της προληπτικής καταστολής
Πηγή: provo.gr