Αναδημοσίευση από Our baba doesn’t say fairy tales
Η είδηση της μετά θάνατον αθώωσης του Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς έκανε τον γύρο των ελληνικών ιντερνετικών μμε με έναν αέρα λύτρωσης. Η είδηση μεταδόθηκε ως εξής ”Ο άνθρωπος που τόσο αδικήθηκε από τους ιμπεριαλιστές πλέον αθωώθηκε ακόμα και από τους ίδιους”. Πάνω σε αυτή τη “δικαίωση” επιβεβαιώνεται με έμμεσο τρόπο και μια ηθική δικαίωση του εθνικισμού: “το να είσαι εθνικιστής δεν είναι έγκλημα, το να αγαπάς τη πατρίδα δεν σημαίνει να είσαι φασίστας, απλά μας πολεμούν κτλ κτλ”.
Είναι όμως έτσι τα πράγματα; Εδώ δεν θα αναλωθούμε στο να περιγράψουμε θεωρητικά την αναγκαία συνέχεια που υπάρχει μεταξύ ρατσισμού, εθνικισμού και ρατσιστικών εγκλημάτων. Αλλά η ελληνική και η σερβική εθνική αφήγηση, οι οποίες έχουν επενδύσει σε μεγάλο βαθμό στην εικόνα τους ως ηγεμονικών ιστορικά και ηθικά δικαιωματικά κυριάρχων δυνάμεων[1] στα Βαλκάνια, είχαν δεχτεί μεγάλο πλήγμα στους γιουγκοσλαβικούς πολέμους: η ήττα τους τους στέρησε την δυνατότητα να γράψουν την ιστορία από τη πλευρά των νικητών. Φάνηκε ξεκάθαρα το αυτονόητο: ότι ο Σερβικός εθνικισμός δεν ήταν τίποτα παραπάνω από όλους τους άλλους: ένας σφαγέας που πολεμούσε για τη συγκρότηση καθαρού και ομοιογενούς εθνικού κράτους. Έτσι η αθώωση του Μιλόσεβιτς είναι σαν να έδωσε πίσω κάτι από τούτη τη χαμένη αίγλη αλλά και δυνατότητα ηθικολογίας μέσω της εθνικής αφήγησης. Είναι όμως αθώος ο Μιλόσεβιτς;
Η βιασύνη της αναπαραγωγής μιας νομικής αθώωσης για μια συγκεκριμένη υπόθεση ξεχνά τι έκανε πραγματικά ο Μιλόσεβιτς και ότι η νομική αθώωση ή ενοχή δεν απαλλάσσει κάποιον από την πραγματική ιστορική ενοχή. Ο Μιλόσεβιτς πέρα από την εμπλοκή του στη Βοσνιακή σύγκρουση είχε τεράστιο ιστορικό δολοφονιών πολιτικών αντιπάλων, εθνικιστικών μεθοδεύσεων εναντίων των Κροατών, των Βόσνιων και των Αλβανών του Κοσόβου, καταπίεσης, αστυνομοκρατίας, εκκαθαρίσεων εντός και εκτός του ίδιου του του κόμματος, προσωπικών επιλογών ακραίων εθνικιστών σε κομβικές θέσεις του σερβικού στρατού κατά τη διάρκεια του πολέμου, αναστύλωσης της αξίας και του κύρους της σερβικής εκκλησίας, προσωπικού σχεδιασμού άπειρων επιχειρήσεων επιθέσεων σε περιοχές άλλων εθνοτικών ομάδων και μια δεδηλωμένη πρόθεση να συγκροτήσει μια κεντρικοποιημένη Γιουγκοσλαβία όπου ο σερβικός παράγοντας θα ήταν οικονομικά και πολιτικά κυρίαρχος. Αρκεί να υπενθυμίσουμε ότι Μιλόσεβιτς συμμάχησε εκλογικά με το φασιστικό κόμμα του Vojislav Seselj, έναν περιβόητο σέρβο εθνικιστή, λάτρη των Chetniks, εγκληματία πολέμου και φανατικό αντικομμουνιστή, ο οποίος είχε ήδη εθνικιστική δράση από την περίοδο της ενωμένης Γιουγκοσλαβίας. Ο ίδιος το 1998 είχε ήδη καταμετρημένες αρκετές ώρες μάχης με τις παραστρατιωτικές του ομάδες στο πλευρό του Κάραζιτς. Ο Μιλόσεβιτς ήταν πρόεδρος της Σερβίας και προσωπικά συνέβαλε στην επί 3.5[2] χρόνια πολιορκία του Σαράγεβο. Τα σερβικά στρατεύματα ήταν δικά του στρατεύματα, αυτά του σερβικού έθνους που δημοκρατικά τον είχε εκλέξει και που συμπυκνώνονταν στο πρόσωπο του. Η λίστα των ιστορικών ευθυνών και εγκλημάτων είναι τεράστια. Το ερώτημα όμως παραμένει: Αθωώθηκε όντως ο Μιλόσεβιτς;
Οι ίδιοι άνθρωποι που τόσα χρόνια κατηγορούσαν το δικαστήριο της Χάγης ως μη ικανό να δικάσει τον Μιλόσεβιτς είναι οι ίδιοι που ξαφνικά δέχτηκαν την υποτιθέμενη απόφαση της αθώωσης του, θεωρώντας ότι ούτε αυτοί που τον δίκασαν μπορούν να τον βρουν ένοχο, Φανερώνουν έτσι ότι οι ενστάσεις τους στη δίκη σε καμία περίπτωση δεν ήταν δικονομικές ή πολιτικές αλλά πολιτικάντικες, στα μάτια τους ο Μιλόσεβιτς ήταν πάντα ήδη αθώος γιατί ό,τι έγινε για αυτούς δεν ήταν έγκλημα. Απλά έψαχναν έναν τρόπο να δικαιολογηθεί ότι έγινε, γιατί αν υπάρξει η παραδοχή του εγκλήματος, ότι δηλαδή η σπουδαία διήγηση του έθνους βασίζεται στη σφαγή χωρίς τέλος, το έθνος χάνει την σπουδαία ηθική του βάση. Ακριβώς για αυτό το λόγο, τα δημοσιεύματα που τιτλοφορούνταν ως “η αθώωση που δεν έγινε ούτε μονόστηλο” δεν αφιέρωσαν ούτε αυτά πάνω από μια παράγραφο στην αθώωση του, και αρκέστηκαν σε αποσπάσματα από το υποτιθέμενο κείμενο της αθώωσης. Γιατί ακόμα και το ίδιο το νομικό κείμενο στο οποίο αναφέρονται δεν αναφέρει πουθενά την αθώωση του. Τι λέει συνεπώς το νομικό κείμενο; Τον αθωώνει όντως;
Η δίκη του Μιλόσεβιτς έχει σταματήσει λόγω του θανάτου του, και συνεπώς ο Μιλόσεβιτς από νομικής πλευράς δεν είναι ούτε αθώος ούτε ένοχος. Η δίκη που διεξάγεται τώρα είναι αυτή του στενού του συνεργάτη Ράντοβαν Κάραζιτς. Κάπου μέσα στις 2.590 σελίδες, στην σελίδα 1.303 αναφέρεται το συμπέρασμα ότι ο Μιλόσεβιτς δεν είχε εμπλοκή στο σχεδιασμό των επιχειρήσεων του Κάραζιτς και ότι δεν συμφωνούσε πολιτικά με όλες τις ενέργειες του τελευταίου. Πουθενά δεν αναφέρεται όμως η μη εμπλοκή του στις ενέργειες. Αντιθέτως στο ίδιο κείμενο αναφέρεται ότι ο Μιλόσεβιτς παρείχε οπλισμό και στρατεύματα στον Κάραζιτς και ότι τα στρατεύματα αυτά ήταν τα στρατεύματα του γιουγκοσλαβικού στρατού που ήταν υπό τον έλεγχο της Σερβίας. Ούτε από νομικής πλευράς υπάρχει συνεπώς κάποια αθώωση.
Το φάντασμα του Μιλόσεβιτς το οποίο έρχεται κάθε φορά να διεκδικήσει τη δικαίωση του είναι το φάντασμα όλων των εθνικισμών που προσπαθούν στο συλλογικό ασυνείδητο να απωθήσουν το καταστατικό του τραύμα, το καταστατικό τους έγκλημα. Το έθνος, ακόμα και στις πιο φιλειρηνικές στιγμές του έχει τα θεμέλια του στο πόλεμο και στο θάνατο.
Υποσημειώσεις
[1] Αξίζει να θυμηθούμε ότι υπάρχουν μέχρι σήμερα φήμες ότι ο τότε υπουργός εξωτερικών της Ελλάδας Αντώνης Σαμαράς είχε συναντήσεις με τον Μιλόσεβιτς με σκοπό την κατασκευή κοινού πλάνου διαμελισμού της δημοκρατίας της Μακεδονίας και μοιράσματος των εδαφών της από τις δύο χώρες Σερβία και Ελλάδα. Το περιβόητο σύνθημα «σύνορα με τη Σερβία». Το πλάνο απορρίφθηκε από τον Κ.Μητσοτάκη.
[2]. Η πολιορκία του Σαράγεβο υπήρξε η μακροβιότερη πολιορκία πόλης στην σύγχρονη ιστορία. Κράτησε από τις 5 Απριλίου του 1992 μέχρι τις 29 Φεβρουαρίου του 1996 (1425 ημέρες).