Αναδημοσίευση από 0151.espivblogs.net
Σχετικά με τα γεγονότα της Πάρμα
Σίγουρα θα θυμάστε την είδηση σχετικά με τον ομαδικό βιασμό στην Πάρμα, όπου κάποιοι νεολαίοι κατηγορούνται ότι βίασαν ομαδικά, μέσα σε ένα χώρο αντιφασιστικό και αυτοδιαχειριζόμενο, μια κοπέλα που είχε χάσει τις αισθήσεις της. H δίκη στην οποία κατηγορούνται αυτοί οι άνδρες ξεκίνησε μετά από έρευνα πάνω σε ένα βίντεο όπου φαίνεται τι έχει συμβεί και το οποίο τεκμηριώνει την κατηγορία του ομαδικού βιασμού. Στο βάθρο βρίσκεται η κοπέλα αρκετά μόνη της στο να αντιμετωπίσει την ακροαματική διαδικασία, την αδιαφορία, ακόμα και την περιθωριοποίηση από τους συντρόφους και τις συντρόφισσες που γίνονται ασπίδα υπεράσπισης των κατηγορουμένων αντί της υπεράσπισης του «υποτιθέμενου» θύματος. Προκειμένου να σπάσει η σιωπή παρενέβησαν κάποιες συλλογικότητες (Generiot, ArtLab Occupato, Casa Cantoniera Autogestita, Rete Diritti in Casa, Parma Antifascista).
Μια άλλη πραγματικότητα παίρνει τον λόγο σήμερα με αυτό το κάλεσμα, που το υπογράφουν οι ομάδες Romantic Punx και Guerriere Sailors. Αυτές οι ομάδες μαζεύουν κείμενα στήριξης και σε περίπτωση που θέλετε να συνεισφέρετε στείλτε το στο romantikpunx@gmail.com.
Μια μεγάλη αγκαλιά στη γυναίκα που αντιμετωπίζει μια δίκη πάνω στο ίδιο της το σώμα, με όρους νομικούς και κοινωνικούς, με αποτέλεσμα τον εξοστρακισμό της από διάφορους πολιτικούς χώρους και στέκια. Μια αγκαλιά σε όσες/όσους αναλογίζονται τον σεξισμό μέσα στα κινήματα γιατί είναι αναγκαίο να τον δούμε εις βάθος για να τον χτυπήσουμε.
Καλή Ανάγνωση.
Σχετικά με τα γεγονότα της Πάρμας μέσα στο στέκι της RAF. Πώς να αποκαταστήσετε 4 θραύσματα πριν κάτι σπάσει ολοκληρωτικά.
Τον Σεπτέμβρη του 2010 στην οδό Testi στην Πάρμα, ένας ακαθόριστος αριθμός ατόμων (από 4 μέχρι 6) πήρε μέρος είτε ως δράστης είτε ως θεατής σε έναν ομαδικό βιασμό μιας γυναίκας, που μόλις πριν λίγο καιρό είχε γίνει 18 χρονών.
Η κακοποίηση έλαβε χώρα σε ένα υποκείμενο εντελώς αναίσθητο, μια κατάσταση που φαίνεται αδύνατο να έχει προέλθει μονάχα από τη μικρή ποσότητα κρασιού που η ίδια θυμάται να είχε πιεί. Κατά τη διάρκεια του βιασμού ήταν ανίκανη να δώσει οποιαδήποτε συναίνεση ή να προβάλλει την οποιαδήποτε αντίδραση φυσική ή προφορική. Αυτό το γνωρίζουμε γιατί οι βιαστές της τράβηξαν την σκηνή με το κινητό. Αυτό που φαίνεται από το εν λόγω βίντεο δεν αφήνει αμφιβολία σχετικά με την ενοχή των δραστών. Μια φρικτή ενοχή, η οποία διαφαίνεται και από την βούληση τους να προβούν με μανία στη διείσδυση ενός καπνογόνου στο σώμα της.
Δεν θέλαμε να μπούμε σε τέτοιου είδους λεπτομέρειες, όμως αυτό το στοιχείο είναι καθοριστικής σημασίας από την στιγμή που αυτό το αντικείμενο – δηλαδή το καπνογόνο – τους μήνες που ακολούθησαν το βιασμό έγινε το υποτιμητικό παρατσούκλι που χρησιμοποιήθηκε για το θύμα. Το κορίτσι του καπνογόνου δεν μπορούσε αλήθεια να φανταστεί ότι αυτό που είχε συμβεί εκείνη την νύχτα, το οποίο λόγω φόβου ποτέ δεν το κατήγγειλε, είτε και λόγω ντροπής και επιθυμίας να το κρύψει στη λήθη, θα γινότανε ένα ακόμα viral φαινόμενο.
Εκείνο το βίντεο το είδανε δεκάδες άτομα, το ξαναείδανε μέχρι να γίνει σύμβολο του εγκλήματος τους και της δική της διαπόμπευσης, ένα άσεμνο θεαματάκι για να γελάνε ή να καυχιούνται.
Και μέχρι εδώ όλα κακά. Ή μάλλον χείριστα. Όμως τα χειρότερα ήρθαν μετά, γιατί στην οδό Testi, δεν υπήρχε μια παμπ, μια ντισκοτέκ ή μια προσωπική κατοικία, και φυσικά ούτε κάποιο σκοτεινό και απειλητικό, ούτε ένα κακόφημο στενό μιας επικίνδυνης συνοικίας. Στην οδό Testi υπήρχε ένα κτίριο τέτοιο όπως πολλά άλλα της Χώρας μας. Ήταν διαφορετικό από τα υπόλοιπα κτίρια που τα μπερδεύεις το ένα με το άλλο, διαφορετικό γιατί μέσα σε αυτή τη βαρετή μπετόν αρμέ πολυκατοικία ήταν το στέκι της RAF (Αντιφασιστικό Δίκτυο της Πάρμας) και όσοι εμπλέκονται σε αυτή την ιστορία βίας και τρόμου είναι άνδρες και γυναίκες πους συμμετέχουν στη RAF.
Κι εδώ κάτι σπάει.
ΡΩΓΜΗ ΠΡΩΤΗ
Είμαστε πεπεισμένοι ότι ο φασισμός δεν είναι ένα αποκλειστικό φαινόμενο που ανήκει στην ιταλική Ιστορία του 20ου αιώνα. Πιστεύουμε επίσης ότι οι φασίστες δεν είναι μόνο αυτοί οι νοσταλγοί εκείνης της εποχής, γιατί ο φασισμός δεν είναι μόνο ένα κόμμα, ένα καθεστώς του παρελθόντος, η μια πολιτική παράταξη στην οποία θα ενταχθείς ή την οποία θα πολεμήσεις. Ο φασισμός είναι πάνω από όλα μια νοοτροπία, ένας τρόπος να σκέφτεσαι, να δρας, να πολεμάς και να μισείς. Είναι φασίστας όποιος κάνει κατάχρηση της δύναμης του για να κανονικοποιήσει, να συμμορφώσει την διαφορετικότητα και να καταπιέσει τις μειονότητες. Είναι φασίστας όποιος χρησιμοποιεί την αδυναμία των άλλων για να επιβάλει με τη βία την επιθυμία του. Είναι φασίστας όποιος κάνει διακρίσεις με βάση την σεξουαλικότητα, το φύλο, το σώμα, το πνεύμα, την θρησκεία, το είδος και την ηλικία.
Δεν μπορούμε σήμερα να μιλάμε για αντιφασισμό χωρίς να καταδικάζουμε κάθε σεξισμό ή σπισισμό, γιατί ο αγώνας για την απελευθέρωση της γυναίκας από τον άνδρα, είναι ένας πόλεμος για την ελευθερία και την άμυνα των καταπιεσμένων, των ζώων και της Γης. Ένας πόλεμος ενάντια στην απελπισία, την αδιαφορία και την εξουσία που καταπιέζει.
Ένας βιασμός είναι πάντα και σε κάθε περίπτωση μια φασιστική δράση, ακόμα και αν αυτός που τον διαπράττει δηλώνει αντιφασίστας. Ο αντιφασισμός δεν είναι μόνο ένα σύνθημα να φωνάζεις στο γήπεδο ή ένα ραφτό να βάλεις στο φλάι σου. Να είσαι αντιφασίστας σημαίνει να σκέφτεσαι και να δρας αντιφασιστικά.
Όποιος αναπνέει, κινείται και μιλάει από την δική μας πλευρά του οδοφράγματος, και τολμάει να έχει φασιστικές συμπεριφορές θα χτυπιέται αντίστοιχα με έναν ανεγκέφαλο βρωμοφασίστα.
Και τις μέρες, εβδομάδες, μήνες μετά τον βιασμό; Η κοπέλα δεν το καταγγέλλει στην αστυνομία, δεν το λέει σε κανένα, το βίντεο συνεχίζει να κυκλοφορεί, όλοι το βλέπουνε αλλά κανείς δεν ΒΛΕΠΕΙ βιασμό. Οι άνδρες γύρω από αυτό το τραπέζι όπου αυτή κείτονταν αβοήθητη, συνεχίζουν να πηγαίνουν σε πορείες, σε συναυλίες σε καταλήψεις και αυτοδιαχειριζόμενους χώρους. Και γελάνε, μιλάνε, πίνουν τις μπύρες τους, βγαίνουν με τύπισσες, δένονται με νέες παρέες, παρόλο που κυκλοφορεί ένα βίντεο όπου «κάνουν σεξ» με μια γυναίκα που μοιάζει νεκρή. Δεν πιστεύουν ότι έσφαλαν κάπου και κανένας δεν τους το επισημαίνει. Η κοπέλα δεν μπορεί να θυμηθεί καθαρά, αλλά ξέρει ότι εκείνη η παρέα της έχει κάνει κάτι άσχημο, και θέλει να μάθει γιατί την αποκαλούν με αυτό το παρατσούκλι, γιατί οι «σύντροφοι» της Πάρμας (και όχι μόνο) την λένε Καπνογόνο. Είναι τελικά ένας φίλος της που της το αποκαλύπτει, της λέει: «είναι εξαιτίας εκείνου του βίντεο, με αυτό που είχε γίνει εκείνο το βράδυ…».
ΡΩΓΜΗ ΔΕΥΤΕΡΗ
Αν μια γυναίκα ή ένας άνδρας αντιλαμβάνονται μια συμπεριφορά ως ενοχλητική ή βίαιη, αυτή αποτελεί παρενόχληση.
Μια γυναίκα ή ένας άνδρας δεν έχουν την δυνατότητα να συναινέσουν από την στιγμή που οι αντιδράσεις τους είναι εμφανώς αλλοιωμένες λόγω της επιρροής αλκοόλ ή ναρκωτικών. Χωρίς συναίνεση είναι βιασμός.
Μπορεί να συμβεί να νιώσουμε κακοποιημένες ή κατεστραμμένες μετά από μια σεξουαλική πράξη, ακόμα και στην περίπτωση που αρχικά είχαμε συναινέσει. Το να αγνοείς συνειδητά ή μη τα σημάδια δυσφορίας του άλλου είναι βία.
Αν μια γυναίκα αισθάνεται ευχαρίστηση κατά την διάρκεια μιας σεξουαλικής πράξης, το εκφράζει. Η παντελής παθητικότητα κάποιες φορές μπορεί να είναι σημάδι μιας δυσφορίας που δεν καταφέρνει να εκφραστεί περαιτέρω. Μια σιωπή δεν ισοδυναμεί με μια συναίνεση. Χωρίς συναίνεση είναι βιασμός.
Το να βιντεοσκοπείς μια σεξουαλική πράξη χωρίς συγκατάθεση είναι βία. Να διαδίδεις ένα βίντεο μιας σεξουαλικής πράξης (πόσο μάλλον ενός βιασμού) χωρίς την συγκατάθεση των εμπλεκόμενων υποκειμένων είναι βία.
Και δεν έχει σημασία αν σε άλλες φάσεις είχαμε συναινέσει σε πράξεις τέτοιας φύσεως, σεξουαλικής ή συναισθηματικής. Η βία πολύ συχνά συμβαίνει μέσα στους τέσσερις τοίχους. Μέσα σε τοίχους σπιτιών, τοίχους σχέσεων, τοίχους της συμμετοχής σε κάποια κοινωνική ομάδα· αυτό όμως δεν κάνει αυτή τη βία λιγότερο σοβαρή. Κατ’ επέκταση η ηθική (προσωπική και πολιτική) μιας γυναίκας, δεν πρέπει να χρησιμοποιείται ως ελαφρυντικό για να την καταχραστεί ένας άντρας. Αν δεν υπάρχει συναίνεση και ερχόμαστε αντιμέτωπες/οι με λόγια, συμπεριφορές ή πράξεις που μας υποβιβάζουν ή είναι βίαιες αυτό είναι βιασμός.
Και αυτό θα έπρεπε να είναι αδιαπραγμάτευτο για όποιον αυτοαποκαλείται αντιφασίστας και άρα αντισεξιστής.
Οποιοσδήποτε δεν το καταλαβαίνει αυτό και δεν διαχωρίζει την διαφορά μεταξύ μιας γυναίκας που απολαμβάνει και παίζει και μιας γυναίκας που υφίσταται τη βία, θα χτυπιέται όπως ένας φασίστας, ένας φαλλοκράτης και ένας φρικτός σκατοκέφαλος.
Ο βιασμός – υποβαθμισμένος σε ένα γελοίο θέαμα που χρησιμοποιεί την ανθρώπινη δυστυχία από άνδρες και γυναίκες από τους/τις οποίους/οποίες λείπουν όχι μόνο οι θεωρητικές βάσεις, αλλά και η καρδιά και το κεφάλι για να καταλάβουν – με αυτόν τον τρόπο θα έμενε ατιμώρητος. Ένα αποκρουστικό βάρος να βαραίνει αποκλειστικά το θύμα, το οποίο στο μεσοδιάστημα καταρρέει ψυχολογικά, και παρασύρεται σε μια δίνη αυτοτραυματισμού και απελπισμένης αναζήτησης στοργής και ζεστασιάς, μια δίνη προς τα κάτω, φτιαγμένη από λάθος επιλογές, σχέσεις τοξικές και σκατοκαταστάσεις προβλέψιμες ή μη, τις οποίες μπορούμε να φανταστούμε ακόμα και χωρίς να γκουγκλάρουμε «σύνδρομο μετατραυματικού στρες μετά από σεξουαλική κακοποίηση». Αυτή, μόνη της με τους δαίμονες της, οι άλλοι, οι βιαστές (και οι θεατές αυτής της φρίκης), ανάμεσά μας.
Στο μεταξύ τον Αύγουστο του 2013 ένας αυτοσχέδιος εκρηκτικός μηχανισμός εκρήγνυται μερικά μόλις μέτρα από τα γραφεία της Casa Pound στην Πάρμα και ξεκινούν έρευνες οι οποίες, όπως είναι αναμενόμενο, στοχεύουν στο αντιφασιστικό και στο αναρχικό κίνημα της Πάρμας και των γύρω περιοχών.
Άλλοι λένε ότι κάποιος το σφύριξε στην αστυνομία, άλλοι λένε ότι ήταν η ίδια η Casa Pound που έκανε την καταγγελία, ίσως και να ήταν η κανονική διαδικασία των ερευνών. Λίγο μας ενδιαφέρει το πως, αυτό που έχει σημασία είναι το γεγονός ότι εκείνο το βίντεο – το οποίο είχαν τραβήξει και είχαν διαδώσει οι βιαστές – καθώς και ένα όνομα ήρθε στην κατοχή των ανακριτών: το όνομα και το επώνυμο εκείνης που πολλοί είχανε αποκαλέσει το κορίτσι-καπνογόνο.
Μόνη, με τους δαίμονες της, και έναν απροσδιόριστο αριθμό καραμπινιέρων που της κάνουν ερωτήσεις για ώρες. Την ρωτούν ποιες είναι οι σχέσεις της με αυτήν την ομάδα ανδρών και γυναικών που συναντιούνται στο στέκι της RAF, την ρωτούν αν συχνάζει εκεί, αν είναι φίλοι της, αν είναι οι σύντροφοί της.
Όχι, δεν συχνάζει εκεί.
Γιατί δεν συχνάζει; Έχει μήπως μαλώσει; Της έχουνε κάνει κάτι; Αυτή έχει πάει ποτέ στην οδό Testi; Και τί της έχει συμβεί στην οδό Testi; Μετά παίρνουνε το βίντεο και της το δείχνουν. Κι άλλες ερωτήσεις. Είναι η ίδια στο βίντεο; Ποιοι ήτανε εκείνο το βράδυ στην οδό Testi; Αρχίζουν να της δίνουν ονόματα. Εκείνος ήταν; Αυτός εδώ μήπως; Είσαι σίγουρη ότι δεν ήταν και κάποιος άλλος; Μερικοί ταυτοποιήθηκαν από το βίντεο. Ακούγονται και κάποιες φωνές; Τίνος είναι αυτές οι φωνές;
Μετά από ατελείωτες ώρες βγαίνουν στην επιφάνεια ονόματα ατόμων που εκείνη θυμάται από το στέκι της RAF την ημέρα του βιασμού. Και πόσοι/ες… πόσοι/ες από εμάς θα ήταν πραγματικά σε θέση, παρ’ όλες τις συνεπέστατες πολιτικές μας πεποιθήσεις, να μην σπάσουν;
ΡΩΓΜΗ ΤΡΙΤΗ
Όποιος αυτοαποκαλείται «αναρχικός» θα πρέπει να απορρίπτει το Κράτος και τους μηχανισμούς του και να αποκηρύσσει την αστική δικαιοσύνη γιατί το νόμιμο δεν ισοδυναμεί με το δίκαιο. Οι αναρχικοί, λοιπόν, δεν θα έπρεπε να ψάχνουν να διορθώσουν την αδικία με το να απευθύνονται κατευθείαν σε αυτούς που φτιάχνουν τους νόμους, τους επιβάλλουν και τιμωρούν όποιον δεν τους σέβεται. Κι αυτό γιατί η αναρχία σημαίνει αυτοοργάνωση και αυτοδιαχείριση, και απώτερος σκοπός της είναι το καλό της κοινότητας το οποίο υπερβαίνει το ατομικό συμφέρον.
Αλλά αν για να διατηρήσουμε και να εξασφαλίσουμε το καλό μιας ομάδας, θα πρέπει να ισοπεδώσουμε μερικά άτομα, να σιωπήσουμε απέναντι στον πόνο τους, και να γυρίσουμε την πλάτη στα πολιτικά ιδανικά μας; Μπορούμε ακόμα να θεωρούμαστε αναρχικοί;
Αν αρνηθούμε την τυφλή και μουγκή δικαιοσύνη που επιβάλλεται από τα πάνω και τιμωρεί όποιον δεν την υπακούει, μπορούμε να αντιγράψουμε αυτό το μοντέλο επιβάλλοντας τη στείρα θεωρία, εις βάρος της ανεπάρκειας της ενσυναίσθησης, της κοινής λογικής και του ανθρωπισμού;
«Όποιος μιλάει με την αστυνομία είναι ρουφιάνος και δεν πρέπει να πατάει πόδι στους χώρους μας.»
Τότε λοιπόν ας αναρωτηθούμε γιατί οι πρώτοι που ΒΛΕΠΟΥΝ τον βιασμό σε εκείνο το βίντεο, το οποίο πολλοί σύντροφοι και συντρόφισσες έχουν παρακολουθήσει, ήταν οι καραμπινιέροι και οι δικαστές. Γιατί μια κοπέλα η οποία υπέστη αυτού του είδους τη βία βρέθηκε μόνη της και απροετοίμαστη «στα χέρια» των ενόπλων δυνάμεων, οι οποίες έχουν εκπαιδευτεί και είναι έτοιμες να χρησιμοποιήσουν προς όφελος τους αυτές τις καταστάσεις; Πού ήμασταν (εμείς οι γυναίκες) αυτά τα τρία χρόνια που μεσολάβησαν από την ημέρα του βιασμού μέχρι την μέρα που δύο περιπολικά έψαξαν την γυναίκα αυτή στο πατρικό της σπίτι; Γιατί, αντί να διαδίδεται το βίντεο, να διαπομπεύεται η κοπέλα, να οργανώνονται συνελεύσεις στις οποίες συμμετέχουν οι βιαστές, δεν χτίστηκε ένα τείχος υπεράσπισης της κοπέλας; Γιατί χάριν της διάσωσης της ομάδας αποφασίστηκε να εγκαταλειφτεί το άτομο που είχε πραγματικά ανάγκη;
«Τα ευάλωτα άτομα αποδυναμώνουν το κίνημα γιατί μπορούν να χειραγωγηθούν από μπάτσους και φασίστες».
Εμείς αντιθέτως πιστεύουμε ότι το κίνημα είναι αδύναμο όταν δεν είναι σε θέση να δεχθεί και να προστατέψει τους αδύναμους και τους καταπιεσμένους. Πιστεύουμε ότι το κίνημα αποδυναμώνεται όταν οχυρώνεται πίσω από θεωρίες περί καθαρότητας και ακεραιότητας, χωρίς να είναι ικανό να στεγάσει (και να ενημερώσει και επηρεάσει) ακόμη και εκείνους που δεν υπακούν στα Αγία Γραπτά του τέλειου επαναστάτη. Είμαστε σθεναρά πεπεισμένες ότι δεν είναι η κατάλληλη στιγμή για να δικάσουμε πολιτικά κάποια που έχει υποστεί την βία των βιαστών (αρχικά) και του Κράτους (μετέπειτα), γιατί η αντίδραση της δεν μετακινεί σε δεύτερο πλάνο την καταδίκη του βιασμού και της σεξιστικής βίας από όποιον δηλώνει σύντροφος, αναρχικός και αντιφασίστας. Αν είναι να προχωρήσουμε σε ένα πολιτικό δικαστήριο ας το κάνουμε και σε όποιον βίασε και διέδωσε εκείνο το βίντεο, σε όποιον την αποκάλεσε καπνογόνο και εν αρχή ας το κάνουμε και σε εμάς τους ίδιους. Εμείς είμαστε οι πρώτες που πρέπει να μπαίνουμε στην θέση των κατηγορούμενων και να σκεφτούμε τι σκατά είχαμε στο κεφάλι μας, όταν δεν θέλαμε να πάρουμε θέση γιατί «κακοποιήθηκε, ΑΛΛΑ…».
Κατά την διάρκεια της ανάκρισης που πραγματοποιήθηκε χρόνια μετά τον βιασμό, συντάχθηκε από την αστυνομία μια κατάθεση, την οποία η κοπέλα υπέγραψε, με τα ονόματα αυτών που θυμόταν από εκείνο το βράδυ στην οδό Testi. Μεταξύ αυτών των ονομάτων κατηγορήθηκε και ένα άτομο το οποίο απέδειξε ότι βρισκότανε στο εξωτερικό την εποχή του συμβάντος, το οποίο κατόπιν αθωώθηκε από το Κράτος. Από τα υπόλοιπα άτομα που αναφέρθηκαν και κλήθηκαν από τις Αστυνομικές Δυνάμεις ως άτομα που ήξεραν για τα γεγονότα, 4 άνδρες κατηγορήθηκαν μετέπειτα και στο δικαστήριο (από τα οποία ένας δεν εμφανίστηκε λόγω απουσίας στο εξωτερικό) γιατί αναγνωρίστηκαν από το βίντεο.
Ας θυμηθούμε ότι πρόκειται για ένα άτομο το οποίο ποτέ δεν κατήγγειλε, και δεν είχε καμία πρόθεση να το κάνει, όμως βρέθηκε να πρέπει να παραστεί ως πολιτική αγωγή σε μια δίκη για το έγκλημα του ομαδικού βιασμού. Όχι για κάποια πολιτική δράση, για κάποια δράση του κινήματος, αλλά για μια βία σαρκική με επιβαρυντικό ότι το θύμα είχε χάσει τις αισθήσεις του όταν την υπέστη. Σε αυτό προστίθενται και τέσσερα άτομα τα οποία κατηγορούνται ως υποκινητές, τα οποία σύμφωνα με την εισαγγελική έρευνα, είτε είπαν ψέματα προκειμένου να καλύψουν τους βιαστές, είτε απείλησαν το θύμα με σκοπό να την κάνουν να αποκρύψει την βία την οποία υπέστη. Αμέτρητα τα μηνύματα, αμέτρητες και οι απειλές και οι σεξιστικές προσβολές που την βομβάρδισαν από τη στιγμή που ξεκίνησαν οι καταγγελίες. Αρκετές ήταν οι φορές στις οποίες απομακρύνθηκε βιαίως από αυτοδιαχειριζόμενους και κατειλημμένους χώρους, χωρίς καν να της δοθεί η δυνατότητα να ακουστεί η γνώμη της.
Όσο μπορεί να θεωρηθεί σοβαρό το γεγονός να βρίσκεσαι «αναμειγμένη» με την δικαιοσύνη, δεν θεωρούμε ότι η αδυναμία της είναι αρκετή για να δικαιολογήσει τις κινήσεις εναντίον της. Μάλιστα, για να «εκδικηθεί» για αυτούς που κλήθηκαν από τις Ένοπλες Δυνάμεις ή αλλιώς να προστατέψει τους βιαστές, τέθηκε σε λειτουργία ένας αδίστακτος μηχανισμός, ο οποίος τροφοδοτούνταν από παράλογες φωνές, απειλές, ακόμα και φυσικές επιθέσεις εναντίον της. Να την αποκαλούν «ρουφιάνα», να της συμπεριφέρονται ως ρουφιάνα, το μήνυμα ελήφθη: είναι πιο σοβαρό το να καταγγείλεις ένα βιασμό, από το να βιάσεις. Παρόλο που ο βιασμός έγινε μέσα σε έναν πολιτικό χώρο, το να παρθεί θέση θεωρούνταν δύσκολο διότι εκείνη έκανε εκείνο, είπε το άλλο, και γιατί αυτή είναι… Εμείς όμως δεν πιστεύουμε ότι όποιος την καταδικάζει επειδή μίλησε με τις Ένοπλες Δυνάμεις το θέλει αυτό. Ελπίζουμε σθεναρά ότι το κίνημα είναι αρκετά ώριμο και έξυπνο για να ξεχωρίσει τα δύο πράγματα και να εντάξει τα γεγονότα στα πλαίσια τα οποία ανήκουν. Να καταδικάσει τη βία χωρίς «ναι μεν, αλλά» κι ύστερα, σε κάποιο άλλο στέκι και με τα σωστά μέσα, να αναλογιστούμε για το πώς δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις αυτού που συνέβη.
* ΤΑ ΣΩΣΤΑ ΜΕΣΑ: πόσοι από εμάς της έγραψαν ή ζήτησαν την εκδοχή της;
Πόσοι από μας την έβρισαν με ανώνυμα μηνύματα στο Facebook και έπειτα την μπλόκαραν κιόλας αφαιρώντας της την πιθανότητα να μιλήσει; Πόσοι από μας διέδωσαν τις «φωνές» που είχαν διασπείρει οι ίδιοι οι κατηγορούμενοι, χωρίς να αμφισβητήσουν την πηγή τους; Πόσοι από εμάς θεώρησαν πιο σοβαρό παράπτωμα μια υποτιθέμενη προδοσία από έναν βιασμό; Πόσοι από μας κατηγορούν την αστική Δικαιοσύνη και ύστερα πλάθουν τις δικές τους κατηγορίες χρησιμοποιώντας τις ίδιες μεθόδους και τεχνικές; Πόσοι ζήτησαν να δουν οι ίδιο το βίντεο «γιατί αλλιώς δεν το πιστεύουμε»; Έτσι σκεφτόμαστε ότι πρέπει να αποδίδεται η δικαιοσύνη στο εσωτερικό των χώρων μας;
ΡΩΓΜΗ ΤΕΤΑΡΤΗ
Βασική αρχή του αντισεξισμού θα έπρεπε να είναι η δύναμη να καταδικάζεις οποιαδήποτε μορφή βίας κατά των γυναικών που στοχεύει στην γυναικεία τους υπόσταση. Αυτό δεν σημαίνει να υπερασπίζεσαι μια γυναίκα λόγω μεροληψίας, αλλά να καταδικάζεις κάθε βιασμό ακόμα και όταν έχει γίνει από «συντρόφους», φίλους ή άνδρες που αγαπάμε. Ακόμα και όταν το θύμα είναι μια γυναίκα που μας είναι μισητή, ασήμαντη ή εχθρική. Ακόμα και αν αυτή μας έχει κάνει κάποιο κακό. Μια φεμινίστρια δεν προσβάλει μια άλλη γυναίκα για την εμφάνιση της, τις σεξουαλικές προτιμήσεις ή τις ερωτικές της ορέξεις. Μια φεμινίστρια δεν χρησιμοποιεί εκφράσεις βίαιες και φαλλοκρατικές εναντίον μιας άλλης γυναίκας.
Όσο και αν τα κίνητρα μπορεί να φαίνονται ευγενή, η σεξιστική βία (φυσική και λεκτική) για εμάς είναι καταδικαστέα, απαράδεκτη και θα παλέψουμε σκληρά εναντίον της.
Συμπεραίνοντας.
Αν ως αναρχικοί θέλουμε να δημιουργήσουμε μια άλλου είδους κοινωνικοποίηση στο εσωτερικό των ελευθεριακών μας χώρων, όπου διεκδικούμε τις ιδέες μας και τα σώματα μας, αρνούμαστε τον ρόλο των θεσμών σε κάθε έκφανσή του και αγωνιζόμαστε απέναντι στο μακρύ ένοπλο χέρι του κράτους, τόσο πολύ ώστε να αποκαλέσουμε κατευθείαν «ρουφιάνο» όποιον καταγγείλει έναν σύντροφο, δεν μπορούμε παρά να αναρωτηθούμε τώρα τι κάναμε όλα αυτά τα χρόνια στα οποία θα έπρεπε να είχαμε ψάξει πώς να προστατεύσουμε ένα θύμα, έχοντας επίγνωση του ρόλου μας, πριν την δικαστική μηχανή, πριν κοιτάξουμε κατάπληκτοι την συναισθηματική κατάρρευση μιας γυναίκας. Έξι χρόνια σιωπής.
Επίσης ξέραμε καλά ότι η ομερτά ήταν πάντα πιστή σύντροφος της πατριαρχικής βίας.
Πώς μπορούμε να χαρακτηρίσουμε ελευθεριακό ένα μέρος στο οποίο μπορεί να λάβει χώρα μια βία τόσο βαριά όπως ένας βιασμός, και αναρχικό εκείνον που χρησιμοποιεί επιθέσεις σαν αυτές που καταδικάζουμε της πατριαρχικής, φασιστικής, γεμάτης ομερτά και βίαιης κοινωνίας; Πώς μπορούμε να χαρακτηρίσουμε αυτούς τους χώρους απελευθερωμένους και εμάς ελεύθερους;
Αυτό που συνέβη σε εκείνη θα μπορούσε να συμβεί σε οποιαδήποτε από εμάς. Αν αφήσουμε στην άκρη την αφηρημένη θεωρία, τον τυποποιημένο μιλιταρισμό και την κυριαρχία των αρχιδάτων (που προτιμάμε να αφήνουμε στους ιεροκήρυκες, τους φαντάρους και τους νταήδες), δεν μπορούμε παρά να ζηλέψουμε αυτή και την δύναμη της σήμερα, γιατί όλο αυτό που έχει ζήσει θα είχε μάλλον ισοπεδώσει πολλές από εμάς.
Αυτή την απίστευτη δύναμη που δείχνει με το να διεκδικεί το δικαίωμα να συχνάζει στους χώρους μας και το θάρρος της απέναντι στην αισχρότητα που συνεχίζεται στην αίθουσα του Δικαστηρίου, όπου βρίσκεται – μπροστά στα μάτια των βιαστών της – να αναβιώνει κάθε στιγμή, κάθε συναίσθημα, κάθε μνήμη που συνδέεται με εκείνη την νύχτα και την προσωπική της ζωή στο παρελθόν και στο παρόν.
Και είναι με την δική της δύναμη, η οποία ενώνεται με την δική μας θέληση να αγωνιστούμε στο όνομα της ευχαρίστησης, της ειρωνείας και της αντίδρασης ενάντια στο υπάρχον που διεκδικούμε με την ίδια αναγκαιότητα που προκύπτει από την πανκ ύπαρξή μας. Θα υπάρχει ο χρόνος για καλογραμμένες ανακοινώσεις και για διαδικασίες επί μακρόν, αρκετά μακροπρόθεσμες δράσεις για να προετοιμάσουμε επαναστατικά τους κόσμους μας – ήδη το προσπαθούμε μέσα μας, στα κλειστά όπως και στους χώρους μας – όμως τώρα είναι καιρός για τα λόγια κραυγές, της ξεχαρβαλωμένης τρέλας των τριών ακόρντων που ηχούν με όλη μας την δύναμη, της ατελούς ομορφιάς, των συγχυσμένων μας ψυχών, γιατί ανέκαθεν το πανκ μας μάθαινε να χρησιμοποιούμε την καρδιά και το κεφάλι για να θέτουμε σε συζήτηση και να αντιστεκόμαστε σε κάθε απόπειρα καταστολής και υποταγής στην νόρμα.
Και σήμερα στεκόμαστε στα πόδια μας, όρθιοι σαν καρφιά που σπινθηροβολούν μέσα στην νύχτα όμορφα πράγματα, εναντίον της βιαιοπραγίας που διεξήχθη εκείνο το βράδυ στην οδό Testi, την ντροπή εκείνου του βίντεο που διαδόθηκε και τον τρόμο εκείνου του παρατσουκλιού. Εναντίον της εγκατάλειψης μιας γυναίκας και εναντίον της ανικανότητας να δουν την κατάρρευσή της. Εναντίον της ομερτά και του τείχους της σιωπής. Εναντίον των μέσων και των λόγων που υιοθετήθηκαν απέναντι σ’ αυτήν. Εναντίον όποιου την δίκασε, την καταδίκασε και την τιμώρησε βασιζόμενος σε φωνές και γεγονότα ατελή και μερικά. Εναντίον όποιου την έβρισε, της επιτέθηκε, και την απομάκρυνε από τους κατειλημμένους χώρους με την χρήση βίας…
Και εναντίον όλων αυτών ανοίξαμε τα στόματα μας και βγάλαμε αυτή την κραυγή.