Η Τηλεφωνική παρέμβαση της Αθηνάς Τσακάλου στην εκδήλωση της παρουσίας του βιβλίου της “Το γέλιο του νερού”στην ΑΣΟΕΕ στις 23/10/15
“Καλησπέρα από τη Σαλαμίνα. Τη Σαλαμίνα που πάντα έλεγα πως την αγαπώ πολύ ποτέ όμως δεν φαντάστηκα πως το νησί αυτό θα γινόταν ο τόπος αυτής της ιδιότυπης εξορίας που μου επιβλήθηκε. Όμως ότι και να μας επιβάλλουν όσο και να μας καταδιώξουν οι τόποι που αγαπάμε, τα πρόσωπα που αγαπάμε οι ιδέες που αγαπάμε πάντα θα είναι μέσα μας και μάλλον θα τα αγαπάμε όλο και πιο πολύ. Και τη βροχή πάντα την αγαπούσα την έβλεπα σαν ένα προμήνυμα ενός κατακλυσμού που μπορεί κάποια στιγμή να συμβεί κι όλα να τα αρχίσουμε πάλι από την αρχή. Σήμερα όμως τη βροχή τη βλέπω κάπως και σαν αντίπαλο γιατί μπορεί να εμπόδισε κάποιους να έρθουν σ’ αυτή την εκδήλωση. Όμως εκείνο που τελικά έχει σημασία είναι η προσδοκία του κατακλυσμού. Και φέτος βρέχει μ’ έναν τρόπο παράξενο, πολύ παράξενο.
Τώρα τι να πω για το βιβλίο; Δεν ήταν στις προθέσεις μου. Άλλοι το τύπωσαν και ευχαριστώ γι’ αυτό τους συγγενείς και φίλους των κρατουμένων και διωκομένων αγωνιστών. Εγώ απλά κάποιες νύχτες έριχνα χάρτινες βάρκες στη θάλασσα του διαδικτύου. Δεν ονομάζω τον εαυτό μου συγγραφέα, με φοβίζει αυτή η λέξη, ίσως γιατί την έχω σε μεγάλη εκτίμηση . Όταν όμως τα πράγματα στη ζωή μου άλλαξαν με έναν θάνατο και με αποχωρισμούς παράξενους , αποχωρισμό λέω τη φυλάκιση των παιδιών μου, βρέθηκα αντιμέτωπη με τον εαυτό μου, με τη σιωπή και την ερημιά των εξοχικών χώρων. Τότε ένιωσα μια αγωνία. Αναρωτιόμουνα για καιρό: Τώρα με ποιόν θα συνομιλώ, τώρα ποιος θα με παρατηρεί .Έτσι άρχισα εγώ η ίδια να παρατηρώ τον εαυτό μου και να συνομιλώ μαζί του κι επειδή από παιδί μου άρεσαν τα παραμύθια προέκυψαν μικρές ιστορίες παράξενες, αλληγορικές και πάντα απέφευγα το τέλος των παραμυθιών αυτό το έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα γιατί αυτό ποτέ δεν συμβαίνει στη ζωή, έβαζα στο τέλος των ιστοριών μου ανθρώπους που ξεκινάνε μια πορεία, μια πορεία αναχωρητισμού ή πορεία επανάστασης κι έδινα την υπόσχεση σ’ αυτούς τους φανταστικούς ανθρώπους πως μια μέρα θάρθω να σας βρω, εσείς περπατήστε, περπατήστε και περιμένω να μου έχετε εκπλήξεις όταν σας συναντήσω, ίσως να με πάτε σ’ αυτόν τον άλλον κόσμο που εμείς οι απλοί περιπατητές της ζωής ονειρευόμαστε.
Και θα πει κάποιος: Και τι σχέση έχουν όλα αυτά με την πραγματικότητα; Επιτρέπεται να μιλάς τόσο ποιητικά όταν η πραγματικότητα είναι τόσο τραχιά και αμείλικτη; Η αλήθεια είναι πως δεν ξεχνώ τίποτα. Ούτε τα βομβαρδισμένα σπίτια, ούτε τους πνιγμένους ανθρώπους, ούτε την μιζέρια του οικονομικού στραγγαλισμού που πλανιέται στους δρόμους και μπαίνει σαν ομίχλη στα σπίτια μας, αλλά σήμερα είπα να αφεθώ στο πεδίο των ματιών μου, στη νύχτα, στα δέντρα, στη θάλασσα σ΄αυτά που βλέπω από το παράθυρό μου. Μήπως όμως δεν είναι αντίσταση να ονειρεύεσαι ελεύθερους δρόμους, μυρωδιές φθινοπωρινής γης και ο νους να ξεσηκώνεται απ’ τη σκέψη ενός επικείμενου κατακλυσμού; Μερικές φορές ο πόλεμός μου είναι μόνο η επιθυμία των άλλων πραγμάτων. Η πραγματικότητα δεν είναι μόνο αυτή των βασάνων και της θλίψης υπάρχει και η άλλη πραγματικότητα των ωραίων τραγουδιών, του χορού, των νέων ιδεών ,των όμορφων τοπίων και αυτό δεν θέλω να το ξεχνώ .
Κλείνοντας δεν μπορώ να μην αναφερθώ σε κάτι ακόμα. Αναγνωρίζω την αποφυλάκιση της Εύης ως νίκη όλων όσων στάθηκαν αλληλέγγυοι. Αν δεν υπήρχε αυτή η αλληλεγγύη τίποτα δεν θα γινόταν Όμως οι δικαστές ορίζοντας τα χίλια μέτρα ελευθερίας και την απαγόρευση επικοινωνίας ακόμα και με τον σύντροφό της και γιό μου Γεράσιμο Τσάκαλο όρισαν το πεδίο μιας νέας μάχης. Τίποτα δεν πρέπει να αφεθεί έτσι γιατί θα το βρούμε μπροστά μας και μάλιστα γιγαντωμένο. Ήδη η προφυλάκιση της Μαρίας Θεοφίλου , μάνας δύο μικρών παιδιών είναι ένα βήμα παραπέρα.
Σας χαιρετώ.”