Οι πολιτικοί μάρτυρες υπεράσπισης του Κ.Γουρνά

1. Νίκος Ρωμανός

Η παρακάτω τοποθέτηση αποτελεί μια πολιτική υπεράσπιση για τον σύντροφο και φίλο Κώστα Γουρνά, μια πολιτική υπεράσπιση των επιλογών που τον οδήγησαν στην φυλακή, μια πολιτική υπεράσπιση του ίδιου του ανατρεπτικού αγώνα του οποίου ένα κομμάτι του δικάζεται σήμερα σε αυτήν εδώ την αίθουσα.

Με τον Κώστα γνωριστήκαμε προσωπικά όταν εγώ είχα πρωτομπεί φυλακή και αυτός ήταν έξω με 18μηνο σε ένα επισκεπτήριο στο οποίο είχε έρθει για να δει ένα κοινό μας φίλο. Από τότε στο πέρασμα των χρόνων όντας και οι δύο έγκλειστοι έχουμε φροντίσει να αναπτύξουμε μια συντροφική και φιλική σχέση και θεωρώ τιμή μου το γεγονός ότι βρίσκομαι εδώ για να τον υπερασπιστώ πολιτικά όπως επίσης το ίδιο έκανε και εκείνος στο δικό μας δικαστήριο για την “υπόθεση του Βελβεντού”. Πέρα από την προσωπική μας γνωριμία όμως με τον Κώστα υπάρχει και ένα βαθύτερο σημείο σύνδεσης καθώς τα δυο του παιδιά γεννήθηκαν στις 6 Δεκεμβρίου του 2008 ένα πολύ ιδιαίτερο παιχνίδι στον κόσμο των συμπτώσεων το οποίο αναπόφευκτα αφήνει τα δικά του ξεχωριστά σημάδια στο υποσυνείδητο του καθενός μας.

Η πολιτική διαδρομή του Κώστα εκτός από την απρόσκοπτη συμμετοχή του στις διαδικασίες και την δράση του ανατρεπτικού κινήματος περνά μέσα από την συμμετοχή του στον Επαναστατικό Αγώνα. Μια επιλογή για την οποία ανέλαβε την πολιτική ευθύνη και για την οποία βρίσκεται είδη εδώ και πολλά χρόνια αιχμάλωτος στις σωφρονιστικές αποικίες του ελληνικού κράτους.

Ο Επαναστατικός Αγώνας αποτελεί μια ένοπλη οργάνωση που έχει αφήσει μια σημαντική πολιτική και ιστορική παρακαταθήκη μέσα στο ανατρεπτικό κίνημα, με την ένοπλη δράση του έχει αφήσει το δικό του πολιτικό αποτύπωμα στην ιστορία που γράφεται από τους ανθρώπους που σηκώνουν τα όπλα ενάντια στο σύστημα. Οι ενέργειες του Επαναστατικού Αγώνα πάντα επιζητούσαν την σύνδεση τους με ευρύτερα κοινωνικά κομμάτια θέτοντας με αποφασιστικότητα το ζήτημα της ανατροπής του καπιταλισμού μέσω μιας κοινωνικής επανάστασης που θα καταργήσει την εξουσία του κράτους και του κεφαλαίου.

Θα ξεκινήσω λοιπόν να περιγράφω το ιστορικό και πολιτικό πλαίσιο μέσα από το οποίο ήρθα για πρώτη φορά σε επαφή με την δράση του Επαναστατικού Αγώνα ως δέκτης των πολιτικών μηνυμάτων που επιζητούσε να στείλει η οργάνωση.

Είμαστε κομμάτι μιας γενιάς αναρχικών που γαλουχήθηκε μέσα στην επίπλαστη καπιταλιστική ευημερία του ανεπτυγμένου δυτικού κόσμου, μέσα στον εικονικό και αγγελικά πλασμένο κόσμο που έστηναν οι αρχιτέκτονες της μιζέριας.

Οι τραπεζικοί όμιλοι με την εύκολη πρόσβαση στο χρήμα μέσω δανείων, οι διαφημιστικές εταιρίες και οι πολυεθνικοί κολοσσοί με την κατασκευή κοινωνικών προτύπων και καταναλωτικών επιθυμιών για το αγοραστικό κοινό, οι κρατικοί λειτουργοί και οι κατασκευαστικές εταιρίες με την αστική ανάπλαση που εξαφάνισε κάθε εστία πρασίνου στην μητρόπολη. Η διαμόρφωση των μητροπολιτικών κάτεργων και η επέκταση, εντατικοποίηση και επιστημονικοποίηση του κοινωνικού ελέγχου ή με τα λόγια δύο στρατευμένων την εποχή που γράφτηκε Ερυθροταξιαρχιτών : “ Η πληροφοριοποιημένη μητρόπολη, όντας ένα ολοκληρωτικό σύστημα, διαφοροποιημένο σε αλληλεξαρτώμενα υποσυστήματα και λειτουργικούς χώρους, στερούμενους από κάθε δυνατότητα αυτόνομης απόφασης και αυτοδιάθεσης, με άλλα λόγια όντας ένα συντεχνιακό και συγκεχυμένο από διαφορετικά τμήματα σύστημα, εμφανίζεται σαν ένα τεράστιο κάτεργο, καθόλου ομαλοποιημένο βέβαια, μέσα στο οποίο κάθε κοινωνικό σύνολο, κάθε άτομο, κινείτε σε αυστηρά προκαθορισμένες από την εκτελεστική εξουσία πτέρυγες. Ένα κάτεργο τελείως διαφανοποιημένο από τα τηλεματικά και πληροφοριακά δίκτυα που το κατασκοπεύουν ασταμάτητα.”

Είμαστε κομμάτι μιας γενιάς αναρχικών που αντιλήφθηκε την υπαρξιακή δυσοσμία που εκπέμπει ο καπιταλισμός ακόμα και αν διανύει μια εποχή φαινομενικής ευημερίας και αποφάσισε να βάλει φωτιά στην ασφάλεια που παρέχει το σύστημα στους φιλήσυχους υπηκόους του για να τους ανταμείψει για την δουλικότητα τους.

Να βάλει φωτιά σε ότι αντιπροσωπεύει τα κάλπικα είδωλα ενός κόσμου που στάζει δηλητήριο στους καρπούς της ελευθερίας. Από αυτή την άποψη είναι δεδομένο ότι δεν είχαμε κάποιο ολοκληρωμένο πολιτικό σχέδιο να εφαρμόσουμε, δεν είχαμε κάποιο πολιτικό πρόγραμμα με τακτικούς και στρατηγικούς στόχους είχαμε όμως μια ανυπότακτη καρδία αποφασισμένη να μην δέσει τις αλυσίδες της γύρω από τις προσταγές της καθεστηκυίας τάξης και μια πολιτική αντίληψη που αναγνώριζε στα πρόσωπα που απαρτίζουν τους διαχειριστές της καπιταλιστικής ομαλότητας έναν εχθρό που πρέπει να χτυπηθεί με κάθε μέσο. Στο όνομα της αναρχίας, στο όνομα της ελευθερίας, στο όνομα όλων των νεκρών μας συντρόφων, στο όνομα του αιώνιου αγώνα ανάμεσα στην εξουσία και τους αμφισβητίες της. Δεν νιώθουμε την ανάγκη ενός ευτυχισμένου τέλους όπως αυτό των παιδικών παραμυθιών για να αρνηθούμε τον κόσμο του κράτους και του κεφαλαίου όπως ακριβώς είναι. Ένα πραγματικό έγκλημα και μια ανοιχτή πληγή για την ανθρώπινη ελευθερία.

Η δική μας αναρχία δεν αναγνώρισε, ούτε αναγνωρίζει κάποια πολιτική πρωτοπορία που θα καθοδηγήσει την εργατική τάξη προς την επανάσταση, δεν προσπαθεί να αντιγράψει τις πολιτικές καρικατούρες των αριστερών γκρουπούσκουλων που αναπαράγουν έναν ξύλινο λόγο μακριά και πέρα από την ζωντάνια που αποπνέει η ίδια η αναρχία, δεν αναγνωρίζει τον ταξικό πόλεμο ως μια αναγνωρισμένη συνθήκη που αντιλαμβάνονται και τα δύο στρατόπεδα τα οποία συγκρούονται. Γιατί αν υπάρχει μια τάξη που οπλίζεται και αντεπιτίθεται στον κόσμο της εξουσίας αυτή είναι η τάξη της συνείδησης όσων επέλεξαν να αντισταθούν στην καπιταλιστική βαρβαρότητα. Η τάξη όσων αποφάσισαν να απαρνηθούν κοινωνικές ταυτότητες και ρόλους και ρίχτηκαν στην μάχη για την ελευθερία.

Όπως είχε πει και ο Holloway : “Αν η εργατική τάξη μπορεί να συνιστά μια κοινωνιολογική έννοια, δεν υπάρχει κατά τη γνώμη μου επαναστατική τάξη. Ο αγώνας μας δεν στοχεύει στην επιβολή μιας νέας ταυτότητας, αλλά στην ενίσχυση της μη-ταυτότητας, η κρίση ταυτότητας είναι μια απελευθέρωση. Απελευθερώνει μια πληθώρα αντιστάσεων και μια πολλαπλότητα κραυγών. Αυτή η πολλαπλότητα δεν θα μπορούσε να υποτάσσεται στην a priori ενότητα ενός μυθικού προλεταριάτου. Γιατί, από την άποψη του πράττειν και του ενεργείν, είμαστε το ένα ή το άλλο όπως και άλλα πράγματα ακόμα, ανάλογα με τις περιστάσεις και τις συγκυρίες που αλλάζουν. Άρα όλοι οι καθορισμοί, όσο ρευστοί και ποικίλοι μπορούν να είναι, παίζουν έναν ισότιμο ρόλο στον καθορισμό των όρων και των διακυβευμάτων της πάλης. Το να εμείνουμε στο πλήθος ξεχνώντας την υποδόρια ενότητα των σχέσεων εξουσίας οδηγεί στην απώλεια μιας πολιτικής προοπτικής, σε σημείο μάλιστα που η χειραφέτηση να γίνεται πλέον «ασύλληπτη».”

Γιατί πως αλλιώς θα μπορούσε να επιβιώσει η αναρχία ανά τα χρόνια αν δεν είχε ως βασικές σταθερές στον προσανατολισμό της την διαρκή άρνηση και αμφισβήτηση των βεβαιοτήτων, την εξέγερση στην καθημερινή ζωή, την επίθεση σε ότι θέλει να σκλαβώσει την ελευθερία ανάμεσα στα δολοφονικά πλοκάμια του κράτους, του κεφαλαίου και του πολιτισμού τους.

Σε αυτό το σημείο έχει μια σημασία να εξετάσουμε τα σημεία σύνδεσης αυτής της αντίληψης που περιέγραψα σχηματικά με τις αντιλήψεις και την πολιτική θεώρηση του Κώστα.

Χωρίς καμία αμφιβολία η στιγμή που άλλαξε το ρου της σύγχρονης μεταπολιτευτικής επαναστατικής ιστορίας ήταν η κρατική δολοφονία του συντρόφου Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου από τον μπάτσο – δολοφόνο Κορκονέα όχι μόνο γιατί τα κοινωνικά γεγονότα που πυροδότησε σημάδεψαν την πορεία μιας ολόκληρης γενιάς αναρχικών. Αλλά ταυτόχρονα διότι πυροδότησε δυναμικές πρωτόγνωρες για το αναρχικό κίνημα.

Η πρώτη φορά λοιπόν που ένιωσα ότι υπάρχει μια πολιτική αλληλεπίδραση με τα χτυπήματα της οργάνωσης ήταν με την ενέργεια του Επαναστατικού Αγώνα στις κλούβες των ΜΑΤ που φυλούσαν το υπουργείο πολιτισμού στα Εξάρχεια. Ήταν μια υπέροχη μέρα που δεν θα ξεχάσω ποτέ καθώς ένιωσα την αίσθηση της αντεκδίκησης που χτυπούσε τα σώματα καταστολής του καθεστώτος, την αίσθηση ότι το μονοπώλιο της κρατικής βίας που δολοφονεί σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του πλανήτη για να υπερασπιστεί τα συμφέροντα του καπιταλισμού λυγίζει μπροστά στις κάνες των όπλων που κρατάνε τα χέρια αποφασισμένων ανθρώπων.

Η προκήρυξη με την οποία ο Επαναστατικός Αγώνας ανέλαβε την ευθύνη για την ένοπλη επίθεση στα ΜΑΤ είχε λεπτομερή καταγραφή των κρατικών δολοφονιών που έχουν γίνει από την αστυνομία και την ασυλία που απολαμβάνουν τα εν’ λόγο καθάρματα για τις δολοφονικές τους ενέργειες. Πέρα από τα πολιτικά προτάγματα και την ευρύτερη στρατηγική μέσα στην οποία εντάσσονταν η συγκεκριμένη ενέργεια το αυτοτελές της μήνυμα προς τον κόσμο της αντίστασης και του αγώνα ήταν σαφές. Η στρατιωτική υπεροπλία της κατασταλτικής μηχανής μετατρέπεται σε πύργο από τραπουλόχαρτα όταν έρχεται αντιμέτωπη με την οργανωμένη επαναστατική βια που ασκούν οι αγωνιστές.

Η επίθεση του Επαναστατικού Αγώνα στις κλούβες των ΜΑΤ που φυλούσαν το υπουργείο πολιτισμού άσκησε μια επιρροή πάνω στην διαμόρφωση της αντίληψης μου και όσον αφορά κομμάτια του κινήματος που παρασιτούν στους ριζοσπαστικούς κύκλους. Είναι αυτοί που ανταγωνίζονται μεταξύ τους για την πιο έντονη καταδίκη κάθε δυναμικής ενέργειας. Ένας σύγχρονος δούρειος ίππος για το κράτος και την καταστολή η οποία χρησιμοποιεί τα “καλά παιδιά”, τους “πραγματικούς” ιδεολόγους, τους “φιλήσυχους” αναρχικούς για να δείξει με το δάχτυλο όλους εμάς που θέλουμε να μετατρέψουμε τις καπιταλιστικές μητροπόλεις σε πεδία ταραχών, που βάζουμε φωτιές στα σύμβολα της κυριαρχίας, που απαλλοτριώνουμε τραπεζικά υποκαταστήματα για να ενισχύσουμε απελευθερωτικές προτάσεις ζωής, που πιστεύουμε ότι η ανάπτυξη “νόμιμων” και “παράνομων” υποδομών είναι δομικό στοιχείο για να προωθήσουμε τον αγώνα, όλους εμάς που θεωρούμε ότι Αναρχία σημαίνει επίθεση σε κάθε εξουσία. Αυτούς τους ανθρώπους δείχνει με το δάχτυλο η καταστολή και επιτίθεται με λύσσα αφού πρώτα έχει λάβει τα διαπιστευτήρια όσων ανέφερα παραπάνω ότι εμείς δεν σας ενοχλούμε. Ότι τα πολιτικά μαγαζάκια μας εξαντλούνται στην κατανάλωση ριζοσπαστισμού από το εναλλακτικό κοινό δίνοντας έτσι πολιτικές οδούς αποσυμπίεσης και ενσωμάτωσης, αποτελώντας στην ουσία ένα αναπόσπαστο κομμάτι της αστικής δημοκρατίας.

Ταυτόχρονα η ένοπλη ενέργεια στα ΜΑΤ ήταν και ένα τρανταχτό παράδειγμα της άμεσης και ουσιαστικής σύνδεσης που είναι δυνατόν να αποκτήσουν οι ένοπλες οργανώσεις με κομμάτια του ευρύτερου ριζοσπαστικού κινήματος. Θυμάμαι χαρακτηριστικά στην επόμενη διαδήλωση μετά το χτύπημα του Επαναστατικού Αγώνα, στις 9 Ιανουαρίου μια μέρα μετά την ημέρα μνήμης για την δολοφονία του Νίκου Τεμπονέρα όπου παρά την σκληρή καταστολή της μεγάλη μερίδα των διαδηλωτών από τα αναρχικά / αντικαπιταλιστικά μπλοκ φώναζε στις διμοιρίες των ΜΑΤ “Που είναι ο Ματζούνης ?”. Η καλύτερη απόδειξη ότι η συγκεκριμένη ενέργεια έγινε κτήμα όλων εκείνων που συμμετείχαν στην εξέγερση του Δεκέμβρη. Μια πραγματική πολιτική επιβεβαίωση ότι οι ένοπλες οργανώσεις είναι σάρκα από την σάρκα του ανατρεπτικού κινήματος και όταν επιλέγουν να συμβαδίσουν με αυτό ο αγώνας αποκτάει μεγάλες πολιτικές δυνατότητες και προοπτικές.

Η συγκεκριμένη ενέργεια του Επαναστατικού Αγώνα καθώς και οι επόμενες βομβιστικές επιθέσεις της οργάνωσης σε στόχους – σύμβολα του χρηματοπιστωτικού συστήματος αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης και κίνητρο για όλους εκείνους τους συντρόφους και τις συντρόφισσες που μετά την εξέγερση του Δεκέμβρη επέλεξαν να μονιμοποίησουν τις εστίες εξέγερσης και ανυπακοής στην ελληνική περιφέρεια. Για τις δεκάδες εμπρηστικές ομάδες που κάθε βράδυ άναβαν φωτιές καταστρέφοντας τμήματα του αστικού ιστού, για όσους εξακολουθούσαν με επιμονή να βανδαλίζουν τις βιτρίνες της αφθονίας των εμπορικών καταστημάτων και των πολυεθνικών στο κέντρο της πόλης, για όσους σκεφτόντουσαν να σηκώσουν όπλα και να επιτεθούν στο σύστημα. Οι ενέργειες του Επαναστατικού Αγώνα εξαιτίας της αναβαθμισμένης επιχειρησιακής δυνατότητας τους και της πολιτικοστρατιωτικής τους εμβέλειας, συνέβαλαν σε έναν με την θετική έννοια του όρου πολιτικό ανταγωνισμό ώστε όσοι είχαν αποφασίσει να ριχτούν στην φωτιά της μάχης να οξύνουν ακόμα περισσότερο τις εχθροπραξίες τους με το κράτος.

Για μένα λοιπόν οι πολιτικές διαφωνίες όσο δύσκολο και αν ακούγεται μπορούν υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις που απαιτούν αμοιβαία κατανόηση και παραδοχή ότι κανείς δεν κατέχει την απόλυτη αλήθεια, να συμβάλουν στην διαλεκτική εξέλιξη θεωρητικών ρευμάτων μέσα στους αναρχικούς κύκλους. Να δώσουν έτσι υλική υπόσταση στο ρητό που λέει ότι τα λόγια χωρίζουν ενώ οι πράξεις ενώνουν.

Με τον Κώστα και την διαδρομή του μέσα στον Επαναστατικό Αγώνα μας συνδέουν κοινά όνειρα και ανατρεπτικές πρακτικές. Πράξεις οι οποίες δεν είναι αποσυνδεδεμένες από τα απελευθερωτικά μας οράματα τα οποία συγκλίνουν στον αξιακό προσανατολισμό που έχει οικοδομήσει η αναρχική παράδοση χύνοντας αίμα μέσα στο πέρασμα των κύκλων της ιστορίας.

Στον αξιακό προσανατολισμό που οραματίζεται έναν κόσμο ελεύθερο απαλλαγμένο από τα δεσμά κάθε κρατικής εξουσίας, έναν κόσμο που η δημιουργικότητα και η ενέργεια μας δεν θα αποτελεί πεδίο εκμετάλλευσης από τα αφεντικά αλλά πεδίο πνευματικής εξέλιξης της ανθρώπινης υπόστασης μας, έναν κόσμο όπου ο άνθρωπος θα ζει σε αρμονία με το φυσικό περιβάλλον χωρίς τα οικολογικά εγκλήματα του κεφαλαίου, έναν κόσμο όπου δεν θα υπάρχουν “ειδικοί” να διαμορφώσουν την ζωή μας, έναν κόσμο που αξίζει να πολεμήσουμε για αυτόν χωρίς δεύτερη σκέψη.

Στον αξιακό προσανατολισμό που αναγνωρίζει ότι για να πορευτούμε προς τα εκεί δεν χωράνε ούτε “μεταβατικά στάδια”, ούτε μαρξιστικές αλχημείες περί “δικτατορίας του προλεταριάτου”, ούτε εγκαθίδρυση κάποιας νέας εξουσίας. Γιατί σαν αναρχικοί γνωρίζουμε ότι μια τέτοια επανάσταση όχι μόνο δεν είναι αυτή που θέλουμε να ζήσουμε αλλά όποτε συνέβη στο παρελθόν έπνιξε στο αίμα τους συντρόφους μας αφού πρώτα τους χρησιμοποίησε για να καταστεί νικηφόρα.

Με τον Κώστα λοιπόν μας συνδέουν πολλά και αναγνωρίζοντας ότι τα σημεία σύνδεσης είναι αυτά που παράγουν ριζοσπαστικά γεγονότα, ανατρεπτικούς αγώνες, επαναστατική προοπτική, επιζητούμε να τα πολλαπλασιάσουμε και να αναζητήσουμε κοινά σημεία συγκλίσεων ώστε να προωθήσουμε από θέση ισχύος τον αγώνα.

Σήμερα αρκετά χρόνια μετά από τα γεγονότα που περιέγραψα παραπάνω με την καταστολή να έχει χτυπήσει με λύσσα όποιον επιχείρησε να υψώσει αναχώματα στα σχέδια τους, με την διαμόρφωση της αντίληψης ότι η οργάνωση πολύμορφων αναρχικών εγχειρημάτων είναι μια αναγκαία προϋπόθεση, με σωστές και λάθος επιλογές από τον καθένα μας, με δεκάδες πολιτικούς κρατούμενους να βρίσκονται έγκλειστοι στα κελιά της δημοκρατίας, με μια κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα εξαιρετικά έντονη που αποτελεί μια ανοιχτή πρόκληση για το αναρχικό κίνημα. Εμείς λέμε ότι τα σημεία αφετηρίας του καθενός μας, οι λόγοι που μας οδήγησαν να αρνηθούμε τον κόσμο της εξουσίας, οι λόγοι που μας οδήγησαν να επιλέξουμε να δώσουμε την μάχη μέσα από της γραμμές της αναρχίας. Δεν έχουν ξεθωριάσει αλλά αποτελούν μια μόνιμη υπενθύμιση ότι η μάχη για την ατομική και συλλογική απελευθέρωση, η μάχη για την αναρχία και την ελευθερία συνεχίζεται.

Ο κάθε σύντροφος με τις επιλογές και τις διαθεσιμότητες του βάζει το δικό του λιθαράκι στον αέναο αγώνα όσων αρνούνται να ζήσουν σαν σκλάβοι, όσων επιμένουν να αγωνίζονται, όσων εξακολουθούν να κοιτούν τα ρολόγια περιμένοντας τους ανέμους που θα έρθουν.

Ο Κώστας είναι ένας αγωνιστής, ένας ακέραιος και ειλικρινής χαρακτήρας, ένας σύντροφος που έχει αφοσιώσει την ζωή του στον αγώνα, είμαι περήφανος που στεκόμασταν και θα συνεχίσουμε να στεκόμαστε από την ίδια πλευρά του οδοφράγματος. Από την πλευρά που μας έχει χαρίσει τα πιο όμορφα και νοσταλγικά ηλιοβασιλέματα, είτε στην άκρη του γκρεμού, είτε στην αμμουδιά μιας παραλίας, είτε πίσω από τα συρματοπλέγματα της φυλακής.

Για αυτά τα ηλιοβασιλέματα αξίζει να αγναντεύουμε το άπειρο, αξίζει να ρισκάρουμε για να τα ζήσουμε όλοι μαζί με τους δικούς μας όρους, μέχρι την αυγή της δικής μας εποχής, μέχρι την μέρα που θα είμαστε όλοι ελεύθεροι.

Τιμή για πάντα στο μέλος του Επαναστατικού Αγώνα Λάμπρο Φούντα και σε όλους τους νεκρούς του αναρχικού αγώνα!

Ζήτω η Αναρχία !

…………………………………………

2. Δημήτρης-Αντρέας Μπουρζούκος

Σήμερα είμαι εδώ ως μάρτυρας πολιτικής υπεράσπισης του Κώστα Γουρνά. Με τον Κώστα γνωριστήκαμε μέσα στη φυλακή, γνωριστήκαμε μέσω του κοινού μας αγώνα ενάντια στη συνθήκη του εγκλεισμού, μέσα από απεργίες πείνας ενάντια στο καθεστώς εξαίρεσης και κινητοποιήσεις, με λίγα λόγια γνωριστήκαμε ως αναρχικοί που βρεθήκαμε μια κοινή περίοδο στα χέρια του κρατικού μηχανισμού, στις φυλακές της αστικής δημοκρατίας.

Ως εκ τούτου δεν είμαι εδώ για να σας μιλήσω για την προσωπικότητα του Κώστα, δεν είμαι εδώ για να σας πω πως είναι σαν άνθρωπος, σαν φίλος ή να κάνω μια ανάλυση του χαρακτήρα του. Αυτά είναι ζητήματα που ούτε χωράνε, ούτε αφορούν σε μια πολιτική δίκη. Εδώ έχουμε ένα δικαστήριο που δικάζει μια ένοπλη επαναστατική οργάνωση και διαμέσου αυτής κατ’ επέκταση το σύνολο του αγώνα. Δικάζονται άνθρωποι που με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο έχουν δώσει τη ζωή τους στον αγώνα, με κάθε κόστος, με ουσιαστική δέσμευση και συνέπεια. Δικάζονται επιλογές αγώνα και πρακτικές που χτυπούν ευθέως το κράτος και το κεφάλαιο και μέσω ενός παραδειγματισμού επιχειρείται η συνολικότερη απονεύρωση αυτών των αγωνιστικών αντανακλαστικών της κοινωνίας. Προσπαθείτε, εσείς και κάθε ανάλογο δικαστήριο που δικάζει αναρχικούς συντρόφους, να διαχύσετε τον φόβο σε κάθε ατομικότητα που συλλογικοποιείται για να διεκδικήσει το αυτονόητο και πλέον ουσιώδες, την ελευθερία και την αξιοπρέπεια. Παλεύετε να διαχωρίσετε τους επαναστάτες απ’ το κοινωνικό σύνολο, παρουσιάζοντας τους ως στοιχεία αντικοινωνικά και απονοηματοδοτώντας τα πολιτικά τους χαρακτηριστικά. Όμως αυτό δεν θα το αφήσουμε να συμβεί, αυτή είναι και η σημασία της παρέμβασής μας στις δικαστικές αίθουσες και είμαστε σίγουροι πως στο «τέλος» η ιστορία θα μας δικαιώσει, θα αποδείξει ποιοι λειτούργησαν εις βάρος του κοινωνικού συνόλου και ποιοι πάλεψαν για την ανατροπή αυτής της συνθήκης καταπίεσης, μέσα απ’ τις τάξεις των καταφρονεμένων για τους αδικημένους όπου γης.

Εξάλλου το αδιαίρετο σύνολο επαναστάτη/ανθρώπου είναι που οδήγησε και τον Κώστα στις πολιτικές επιλογές που έκανε, στο δρόμο του αγώνα και της ένοπλης αντιπαράθεσης με το σύστημα.

Η ζωή ενός επαναστάτη δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να είναι ξεκομμένη απ’ το κοινωνικό σύνολο. Είναι αυτή ακριβώς η διαρκής τριβή με τα προβλήματα που βιώνουν συστηματικά οι «από τα κάτω» που γειώνει τα προτάγματα και την πολιτική δράση του κάθε αγωνιστή, της κάθε συλλογικότητας, της κάθε οργάνωσης. Είναι αυτός ο νοητός διαχωρισμός σε δύο στρατόπεδα, των εξουσιαστών και των εκμεταλλευτών απ’ τη μια και όλων όσων βιώνουν την εκμετάλλευση και την καταπίεση από την άλλη. Είναι η φτώχεια, η αδικία, η πείνα, ο φόβος ο οποίος αντανακλάται στους απόκληρους αυτής της κοινωνίας που ατσαλώνουν τις θέσεις μας και οδηγούν τους αγωνιστές στην επιλογή της άμεσης και βίαιης σύγκρουσης με το σύστημα.

Θα μιλήσω λοιπόν, για τον Κώστα ως μέλος της επαναστατικής οργάνωσης Επαναστατικός Αγώνας, ως αναρχικό αγωνιστή, ως σύντροφο στον κοινό μας, από διαφορετικές θέσεις και με διαφορετικές διαδρομές, όμως απ’ την ίδια αφετηρία και σίγουρα με τον ίδιο στόχο, την κοινωνική επανάσταση για την αταξική κοινωνία, για την αναρχία.

Σήμερα λοιπόν, θα επιχειρήσω να ψηλαφήσω αυτή τη σύνδεση ανάμεσα σε δύο διαφορετικές γενιές αγωνιστών, τόσο για να τονίσω τα κοινά πολιτικά χαρακτηριστικά που διαχρονικά ορίζουν τον αναρχικό χώρο, όσο και για να αναδείξω, στο βαθμό του δυνατού, τη σημασία της προσωπικής πορείας του εκάστοτε αγωνιστή και το πως αυτή κρατάει ζωντανή τη φλόγα της επανάστασης. Πως, σαν ανοιχτό γράμμα που περνάει από γενιά σε γενιά και επαναπροσδιορίζεται σύμφωνα με τις απαιτήσεις της εποχής και τα αναλυτικά εργαλεία του (εκάστοτε) πολιτικού χώρου που είναι φορέας των πιο προωθημένων προταγμάτων ανάμεσα στην κοινωνία, μεταδίδεται η αναγκαιότητα μιας κοινωνικής επανάστασης.

Ο πολιτικός μας χώρος στην Ελλάδα, παρ’ ότι μετράει μόλις λίγες δεκαετίες δραστηριοποίησης συγκριτικά με την έκταση και το βάθος της ταξικής αντιπαράθεσης, έχει ήδη μια πλούσια ιστορία αντίστασης και αγώνα. Μια ιστορία με συγκρούσεις ανάμεσα σε διαδηλωτές και τις δυνάμεις καταστολής, με καταλήψεις, με εξεγέρσεις, με νεκρούς αγωνιστές, με ένοπλα χτυπήματα στον κρατικό μηχανισμό, με επαναστατικές οργανώσεις και αμέτρητες δράσεις αλληλεγγύης πάντα στο πλευρό των καταπιεσμένων αυτού του κόσμου.

Κομμάτι της ίδιας ιστορίας είναι και η επαναστατική οργάνωση Ε.Α. που με τη δράση της έθεσε σε αμφισβήτηση το μονοπώλιο του κράτους στη βία, επιστρέφοντας ένα ποσοστό αυτής στους κατέχοντες εξουσία. Μια οργάνωση που αποτέλεσε το ζωντανό παράδειγμα πως ο αγώνας ενάντια στο καπιταλιστικό σύστημα δεν τελειώνει με την επέλαση της καταστολής. Τον καιρό που οι κυβερνώντες διατυμπάνιζαν πως η εποχή των ένοπλων οργανώσεων αποτελεί πλέον παρελθόν για τον ελλαδικό χώρο, ο Ε.Α. επαναφέρει τη σύγκρουση στο στρατόπεδο της εξουσίας.

Εκεί ξεκινάει και η ιστορία του Ε.Α., μιας οργάνωσης βγαλμένης απ’ τα σπλάχνα του αναρχικού χώρου, μιας οργάνωσης που πάντα σε μια διαλεκτική σχέση με το κίνημα λειτούργησε καταλυτικά ως προς την όξυνση του κοινωνικού ανταγωνισμού.

Η δράση του Ε.Α. και η στοχοθεσία του έρχεται να απαντήσει σε πολλά ερωτήματα που προκύπτουν, κυρίως στο εσωτερικό του ανταγωνιστικού κινήματος/χώρου, γύρω απ’ την ένοπλη πάλη, την προπαγάνδα μέσω της δράσης, την οργάνωση και την πορεία του κινήματος, αλλά και να θέσει τα αντίστοιχα ερωτήματα ανοίγοντας έναν δημόσιο διάλογο μέσω των προκηρύξεων του.

Ένα από τα διαρκή ζητήματα που απασχολούν τα ριζοσπαστικά κινήματα ανά τον κόσμο είναι το εάν και κατά πόσο η ένοπλη σύγκρουση υπό τη μορφή επαναστατικής οργάνωσης λειτουργεί εν τέλει υποστηρικτικά ως προς τον σκοπό ή αν διασπά το ίδιο το κίνημα δημιουργώντας έναν χώρο δύο ταχυτήτων όπου το μαζικό αδυνατεί να ακολουθήσει τους ρυθμούς και τους στόχους του ενόπλου και το αντίστροφο. Ένα ζήτημα που γίνεται ακόμα πιο επίκαιρο σε καιρούς γενικευμένης αστάθειας και έντονης ταξικής αντιπαράθεσης, όπως συνέβη για παράδειγμα στην Ιταλία τα λεγόμενα μολυβένια χρόνια στις δεκαετίες του ’70-’80. Η άποψή μου είναι πως το ερώτημα αυτό αγγίζει τα όρια του μεταφυσικού κι ως εκ τούτου ορίζεται ως άτοπο, αλλά θα εξηγήσω τι εννοώ.

Ο πόλεμος ενάντια σε ένα σύστημα εκμετάλλευσης και καταπίεσης δεν είναι και δεν θα μπορούσε να είναι αποκομμένος απ’ την ίδια τη φύση του πολέμου, δηλαδή τη βία. Καμία επανάσταση δεν γίνεται να πραγματοποιηθεί χωρίς την χρήση της απαραίτητης ανταπαντητικής βίας. Πώς θα μπορούσε άλλωστε ένα σύστημα που παράγει πρωτογενώς μια συνεχόμενη και εντεινόμενη βία προς τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα να ανατραπεί αν όχι βίαια;

Ακόμα κι εσείς που είστε σήμερα κομμάτι της κυρίαρχης τάξης και εξυπηρετείτε τα συμφέροντά της μέσω του δικαστικού σώματος, βρεθήκατε στην εξουσία με τη χρήση βίας. Η Γαλλική επανάσταση ήταν αυτή που καθιέρωσε την αστική εξουσία μετά από ένα μεγάλο κύκλο βίαιης επαναστατικής πάλης και χιλιάδες εκτελέσεις κι αυτό δεν χωράει καμία αμφισβήτηση.

Για να επιστρέψω όμως στο αρχικό ερώτημα που ανέφερα προηγουμένως, είναι γεγονός ότι κάθε επανάσταση απαιτεί τη χρήση της βίας για να καταστρέψει το υπάρχον σύστημα εξουσίας. Συνεπώς η δράση μιας ένοπλης επαναστατικής οργάνωσης που έχει ως στόχο την κοινωνική επανάσταση, φέρει μαζί της την δίκαιη αντι-βία. Εφόσον λοιπόν, αυτή εκφράζει την πηγαία αγανάκτηση αυτού του τμήματος της κοινωνίας που βιώνει με τον πιο άγριο τρόπο την καταπίεση του συστήματος, παραμένει σε σύνδεση με το κίνημα και λειτουργεί υποστηρικτικά προς αυτό. Όχι όμως σαν μια πεφωτισμένη ένοπλη πρωτοπορία, αλλά ως κομμάτι της ίδιας συνθήκης αποκλεισμού και καταπίεσης. Κάτι που απορρέει φυσικά απ’ την πολιτική θέση και ανάλυση των αναρχικών και δεν αποτελεί γενικό κανόνα των οργανώσεων.

Το μαζικό κίνημα και το ένοπλο λοιπόν, δεν είναι δύο διαχωρισμένα υποσύνολα αντιθετικά το ένα με το άλλο, αλλά ένα ενιαίο σύνολο όπου σε άμεση συνάρτηση μεταξύ τους μπορούν να οδηγήσουν σε μια κοινωνική επανάσταση.

Η προσωπική μου διαδρομή μέσα στο κίνημα απ’ το 2005 μέχρι σήμερα ήταν και είναι μια ταυτόχρονη πορεία ανάμεσα στις δύο αυτές εκφάνσεις του. Έτσι θα αναφερθώ επιγραμματικά στο πως βίωσα στα πρώτα χρόνια της πολιτικοποίησής μου κάποιες από τις ενέργειες του Ε.Α. . Θα σταθώ σε τρείς από αυτές, που κατά την γνώμη μου και σύμφωνα με το δικό μου βίωμα, ήταν καταλυτικές ως προς την όξυνση του κοινωνικού πολέμου την δεδομένη περίοδο και υποστηρικτικές στο μαζικό κίνημα, δημιουργώντας έναν δίαυλο επικοινωνίας με αυτό. Τρία χτυπήματα που το καθένα για διαφορετικούς λόγους ακούμπησαν τόσο τον παλμό του κινήματος, όσο και την άμεση πολιτική επικαιρότητα δίνοντας ένα σαφές στίγμα παρουσίας απ’ την πλευρά του επαναστατικού στρατοπέδου.

Το πρώτο χτύπημα στο οποίο θα αναφερθώ είναι η απόπειρα με τηλεχειριζόμενη βόμβα κατά του τότε υπουργού δημοσίας τάξης Γιώργου Βουλγαράκη τον Μάιο του 2006. Μια ενέργεια η οποία ήταν η πρώτη κατά προσώπου μετά την εξάρθρωση της ε.ο. 17Ν, που έκανε ξεκάθαρο, τόσο στον κόσμο της κυριαρχίας, όσο και στον κόσμο του αγώνα, ότι κανένας δεν βρίσκεται στο απυρόβλητο. Ο Βουλγαράκης φυσικά δεν ήταν καθόλου μια τυχαία επιλογή. Ήταν αυτός που ευθύνονταν για τις μαζικές απαγωγές Πακιστανών το καλοκαίρι του 2005, ήταν ο υπουργός που διαβεβαίωνε ότι η δράση της ΕΛ.ΑΣ και των οργάνων της ήταν καθ’ όλα νόμιμη, όπως αντίστοιχα και των μυστικών υπηρεσιών. Μια διαβεβαίωση που ήρθε να διαψεύσει βέβαια ο Άρειος Πάγος αργότερα, όταν απεφάνθη ότι οι απαγωγές έγιναν από τις Ελληνικές κρατικές υπηρεσίες. Επίσης επί υπουργίας του Βουλγαράκη έλαβε χώρα και το σκάνδαλο των υποκλοπών την περίοδο 2004-05. Τηλεφωνικές υποκλοπές σε βάρος δημοσίων προσώπων με την έγκριση της τότε κυβέρνησης και των υπουργών της. Για την ίδια υπόθεση το 2010 ήρθαν στοιχεία στην δημοσιότητα που έδειχναν ξεκάθαρα την εμπλοκή της αμερικάνικης πρεσβείας. Η λίστα για τον κύριο Βουλγαράκη και την «δράση» του θα μπορούσε να μεγαλώνει διαρκώς, αλλά θα μείνω στα όσα επιγραμματικά ανέφερα.

Το δεύτερο χτύπημα που θα σταθώ είναι η επίθεση με ρουκέτα στην αμερικάνικη πρεσβεία τον Γενάρη του 2007. Είναι γεγονός ότι στην Ελληνική κοινωνία υπήρχε για δεκαετίες ένα διάχυτο αίσθημα αντιαμερικανισμού το οποίο χαρακτήριζε έντονα το ανταγωνιστικό κίνημα. Ήδη απ’ τα γεγονότα του Πολυτεχνείου του ’73 και την αμερικάνικη εμπλοκή στην χούντα των συνταγματαρχών, μια απ’ τις βασικές αιχμές του κινήματος ήταν η αποπροσάρτηση της Ελλάδας απ’ το όχημα των Ηνωμένων Πολιτειών. Εγώ απ’ τα μαθητικά μου χρόνια βρέθηκα με χιλιάδες άλλους ανθρώπους να διαδηλώνουμε στο κέντρο της Αθήνας ενάντια στις πολεμικές επεμβάσεις της Αμερικής στο Βελιγράδι το ’99 και στο Ιράκ το ’03. Όταν χτύπησε λοιπόν ο Ε.Α την αμερικάνικη πρεσβεία έκανε μια δράση που προέκυψε απ’ τον παλμό του μαζικού κινήματος και εξέφρασε ένα μεγάλο κομμάτι των αγωνιζόμενων. Ήταν ένα χτύπημα τεράστιας πολιτικής σημασίας από μια Ελλάδα που για δεκαετίες αποτελούσε την ουρά της Αμερικής, από μια Ελλάδα που για δεκαετίες είχε ένα ισχυρό ανταγωνιστικό κίνημα με σαφή αντιπολεμικά χαρακτηριστικά ενάντια στον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό. Φυσικά στο σήμερα ο Συριζα φρόντισε να απονευρώσει ένα μεγάλο κομμάτι αυτού του κινήματος που βρισκόταν για χρόνια στις παρυφές του, ακολουθώντας( απ’ την πλευρά της αριστεράς πλέον) την ίδια φιλοαμερικανική εξωτερική πολιτική που χρόνια ασκούν οι κυβερνήσεις της Ελλάδας, διασφαλίζοντας τις «απαραίτητες» ομαλές σχέσεις ανάμεσα στα δύο κράτη.

Τελευταίο χτύπημα στο οποίο θα αναφερθώ είναι η επίθεση στο αστυνομικό τμήμα του Περισσού τον Απρίλιο του 2007. Το 2006 και το 2007 είχαν λάβει χώρα στην Αθήνα (και στην επαρχία) μαζικές φοιτητικές διαδηλώσεις ενάντια στον νόμο πλαίσιο της Μαριέττας Γιαννάκου. Εγώ ως μαθητής συμμετείχα στο κίνημα των σχολικών καταλήψεων και στις μεγαλειώδης συγκεντρώσεις στο κέντρο της Αθήνας. Το αποκορύφωμα εκείνης της περιόδου ήταν η πορεία στις 8 του Μάρτη το 2007, οπού 50.000 φοιτητές και μαθητές είχαν περικυκλώσει την Βουλή, την ώρα που μέσα ψηφιζόταν ο νόμος, και για ώρες συγκρούονταν με τις δυνάμεις καταστολής. Η απάντηση της κυβέρνησης τότε ήταν ακόμα πιο άγρια καταστολή, που έφερε ως αποτέλεσμα τον τραυματισμό δεκάδων διαδηλωτών, συλλήψεις και εν τέλει την ψήφιση του νόμου πλαισίου. Αυτά οδήγησαν και στην κάμψη του φοιτητικού κινήματος εκείνη την περίοδο. Μια όμως απ’ τις δυναμικές απαντήσεις που ήρθαν απ’ την πλευρά του ανταγωνιστικού κινήματος ενάντια στην άγρια εκείνη καταστολή ήταν και η επίθεση του Ε.Α. στο τμήμα του Περισσού, ένα χτύπημα που επιβεβαιώνει για άλλη μια φορά την κοινή πορεία των μαζικών κινητοποιήσεων και του ένοπλου αγώνα. Επιβεβαιώνει το αδιαίρετο σύνολο κινήματος και ενόπλου.

Φυσικά ο Ε.Α. είχε μια πλούσια δράση με εξίσου δυνατά και σημαντικά χτυπήματα όπως οι επιθέσεις σε διμοιρίες των ΜΑΤ μετά την δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου το 2008, οι βομβιστικές επιθέσεις στα κεντρικά των τραπεζών, η βόμβα στο Χρηματιστήριο Αθηνών κ.α.

Κλείνοντας θα γυρίσω στο σήμερα. Στο σήμερα που βιώνουμε ένα κλίμα γενικευμένης τρομοϋστερίας συνολικά στην Ευρώπη. Στο σήμερα όπου οι άρχοντες των δυτικών μητροπόλεων θερίζουν τις θύελλες απ’ τους ανέμους που τόσα χρόνια σπέρνουν. Σήμερα λοιπόν η Ευρώπη οχυρώνεται πίσω από νέους αντιτρομοκρατικούς νόμους με πρόσχημα τις επιθέσεις φονταμενταλιστικού χαρακτήρα και διαμορφώνει έναν δυστοπικό ολοκληρωτισμό που αφορά στο σύνολο της κοινωνίας.

Σήμερα, η θέση μας, απ’ το στρατόπεδο των καταπιεσμένων, οφείλει να εμπεριέχει το πρόταγμα της επίθεσης και της οργάνωσης από τα κάτω, για την κοινωνική επανάσταση και το ολικό ξεπέρασμα του καπιταλισμού.

Σ’ αυτή την κατεύθυνση αγωνιζόμαστε από γενιά σε γενιά, στην ίδια κατεύθυνση αγωνίζεται κι ο Κώστας τόσα χρόνια, στην ίδια αγωνίζομαι κι εγώ, στην ίδια θα συνεχίσουμε.

Για την αναρχία.

……………………………………

3. Χρήστος Πολίτης

ΚΑΤΑΘΕΣΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗΣ ΤΟΥ ΑΝΑΡΧΙΚΟΥ ΚΑΙ ΜΕΛΟΥΣ ΤΟΥ ΕΑ ΚΩΣΤΑ ΓΟΥΡΝΑ

Βρίσκομαι σήμερα εδώ για να καταθέσω για τον αναρχικό και σύντροφο Κώστα Γουρνά, να περιγράψω εκείνα τα γεγονότα που καθόρισαν τη γενιά μας και διαμόρφωσαν συντρόφους βαθιά πολιτικοποιημένους, αφοσιωμένους στα υψηλότερα ιδανικά της ανθρωπότητας, αυτά της ισότητας και της ελευθερίας, συντρόφους με υψηλό επίπεδο στράτευσης -όπως απαιτεί η ένταξη σε μια ομάδα αντάρτικου πόλης, όπως ο ΕΑ.

Αν και λίγο μεγαλύτερος, με τον Κώστα ανήκουμε στην ίδια πολιτική γενιά. Για αυτό και αισθάνομαι ότι τον γνωρίζω καλά. Και αυτό γεννά μια συντροφικότητα και μια αίσθηση οικειότητας. Η πορεία του γέννησε και μια εκτίμηση βαθιά.

Χωρίς καμία αμφιβολία, η γενιά μας καθορίστηκε απόλυτα από το Νοέμβρη του ’95. Οι ολονύχτιες συγκρούσεις, τα αιτήματα για την απελευθέρωση των αναρχικών απεργών πείνας, η αλληλεγγύη στους κολασμένους του Κορυδαλλού, τα αντάρτικα που αντηχούσαν στην Πατησίων και οι περισσότερες από 500 συλλήψεις αποτέλεσαν γεγονότα τα οποία κατάφεραν να διαπεράσουν μια ολόκληρη εποχή. Η εικόνα των συντρόφων να συλλαμβάνονται τα ξημερώματα της 18ης Νοέμβρη φωνάζοντας συνθήματα, με το κεφάλι ψηλά, πιασμένοι αλυσίδες, με τον καθένα να στηρίζεται στον διπλανό του είναι ζωντανή ακόμα και σήμερα. Η επιλογή τους μας υπενθυμίζει διαρκώς την αλληλεγγύη και τον κοινό βηματισμό που οφείλει να χαρακτηρίζει τους συντρόφους -αυτούς που μοιράζονται το ίδιο φαΐ, αυτούς που μοιράζονται τη ζωή και το θάνατο. Μας υπενθυμίζει όμως και την ενότητα της τάξης μας, τα κοινά συμφέροντα της και τους δεσμούς που πρέπει να αναπτύξει ξανά. Το Πολυτεχνείο του ’95 ήταν σταθμός για όλους μας, γιατί αποτέλεσε μια ξαφνική και βίαιη ενηλικίωση του αναρχικού κινήματος. Κατέστησε σαφές ότι οι επιλογές έχουν κόστος πραγματικό και ότι ο αγώνας απαιτεί μια δέσμευση ρητή και βαθιά. Τίποτα από εδώ και πέρα δεν μπορεί να ειδωθεί σαν παιχνίδι. Η επιλογή, μάλιστα, των συντρόφων να συνεχίσουν τη μάχη μέσα στις δικαστικές αίθουσες και να καταδικαστούν βάση της συλλογικής ευθύνης έκανε ακόμα πιο καθαρές τις γραμμές μέσα στο κίνημα. Ξεχώρισε την ήρα από το στάρι και έτσι οικοδομήθηκε σιγά σιγά ένα κίνημα πιο ώριμο, το οποίο τα επόμενα χρόνια θα δώσει μάχες σημαντικές σε διάφορα πεδία της ταξικής πάλης. Καθόλου τυχαία η «ενηλικίωση» του κινήματος συνέπεσε και με την «ενηλικίωση» και του «ελληνικού καπιταλισμού». Έτσι και αλλιώς, είναι νόμος της διαλεκτικής ότι η πάλη των αντιθέτων, αντικειμενική νομοτέλεια όλου του υλικού κόσμου, αποτελεί και την κινητήρια δύναμη της εξέλιξης. Έτσι η δεκαετία του ’90 ήταν μια δεκαετία εκσυγχρονισμού, ξεπουλήματος της δημόσιας περιουσίας, συρρίκνωσης της παραγωγικής δυνατότητας της χώρας, λιτότητας, επίθεσης στις κατακτήσεις της εργατικής τάξης με στόχο την επίτευξη των κριτηρίων του Μάαστριχ. Αλλαγής του εκλογικού νόμου αλλά και ψήφισης του τρομονόμου. Μια δεκαετία πλήρους υποταγής στα διευθυντήρια της ΕΕ και των ΗΠΑ, η οποία ενίσχυσε τις σχέσεις εξάρτησης από τον ευρωατλαντικό ιμπεριαλισμό. Τη δεκαετία του ’90 ψηφίστηκε η τελική συμφωνία για τις αμερικανικές βάσεις, ο Οτζαλάν παραδόθηκε στη CIA και τη MIT, οι S-300 αποσύρθηκαν από την Κύπρο, ενώ ταυτόχρονα οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις βρέθηκαν σε αποστολές του ΝΑΤΟ, του ΟΗΕ και της ΕΕ σε όλο τον κόσμο.

Στα τέλη της δεκαετίας του ’90, το Μάρτιο του ’99, η Γιουγκοσλαβία βρίσκεται στο στόχαστρο των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ. Στις 24 Μαρτίου οι πρώτοι πύραυλοι πλήττουν στόχους στο Κόσσοβο, το Μαυροβούνιο και τη δυτική Σερβία. Ακολουθούν 78 ημέρες αλλεπάλληλων βομβαρδισμών. Το σύνθημα «ΦΟΝΙΑΔΕΣ ΤΩΝ ΛΑΩΝ ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΙ» δονεί ξανά τη Λεωφόρο Β. Σοφίας. Όπως έγραφε και ο ΕΑ στην προκήρυξη του για την επίθεση με ρουκέτα στην αμερικάνικη πρεσβεία το 2007: «Το παλιό καλό σύνθημα, που εδώ και δεκαετίες ακούγεται στους δρόμους της Ελλάδας “φονιάδες των λαών Αμερικάνοι”, αντανακλά με τον πιο περιεκτικό τρόπο τη φύση της αμερικάνικης εξωτερικής πολιτικής». Οι αναρχικοί, παρά τις μικρές τους δυνάμεις εκείνη την εποχή, βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της μάχης. Δεν λαθεύουν και παίρνουν ξεκάθαρη θέση. Σε κάθε διαδήλωση χτυπιέται με μολότοφ η Αμερικάνικη Πρεσβεία και τα ΜΑΤ που την προστατεύουν. Είναι πλέον καθαρό, ακόμα και σε εμάς τους νεαρούς τότε αναρχικούς ότι ο ιμπεριαλισμός είναι ικανός για τα πάντα. Μπορεί, ακόμα και με πρόσχημα την “προστασία των μειονοτήτων” και τα “ανθρώπινα δικαιώματα” να διαλύσει μια χώρα, να εξοντώσει ένα λαό. Μπορεί το 2017, διανύοντας τη μνημονιακή επταετία, ο εγκληματικός χαρακτήρας του ιμπεριαλισμού να είναι πασίδηλος, την εποχή εκείνη όμως όπου «το τέλος της ιστορίας» προβαλλόταν σαν ακλόνητη και ιστορική αλήθεια, εκείνα τα πολιτικά συμπεράσματα αποτέλεσαν οδηγό δράσης. Και χρήσιμα μαθήματα που μας συντροφεύουν μέχρι σήμερα. Φυσικά, στόχος των επιθέσεων μας δεν θα μπορούσε να μην είναι και το Ελληνικό Κοινοβούλιο, η γιάφκα του αστικού πολιτικού προσωπικού. Η Ελλάδα πρόσφερε απλόχερα τη μοναδική υπηρεσία που χρειαζόταν το NATΟ: Τη διέλευση των φονιάδων του μέσα από τη χώρα μας. Τα επίσημα στοιχεία αναφέρουν ότι μόνο από τη Θεσσαλονίκη με κατεύθυνση το Κοσσυφοπέδιο πέρασαν 1.000 αεροσκάφη, 40.000 οχήματα και 60.000 στρατιώτες. Ακόμα και τότε, ξέραμε καλά ότι η βία μας δεν μπορεί να απαντήσει στα ίσια στο νατοϊκό έγκλημα, που άφησε πίσω του 2.500 νεκρούς και 12.500 τραυματίες. Παρ’ όλα αυτά, ακόμα και με τα πιο απλά όπλα -πέτρες και αυτοσχέδιες βόμβες μολότοφ- καταφέραμε να αντιπαλέψουμε την κυρίαρχη αφήγηση και να καταδείξουμε τους πραγματικούς ένοχους: Την πολεμική μηχανή του ΝΑΤΟ και τα συμφέροντα που αυτή υπηρετεί. Τα συμφέροντα του ιμπεριαλισμού, ο οποίος έβγαινε δυνατότερος μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και επέβαλλε με «φωτιά και σίδερο» τη νέα τάξη πραγμάτων. Καταφέραμε -σε καιρούς πολύ δύσκολους- να κρατήσουμε ζωντανή τη φλόγα της ταξικής πάλης. Και κάποιοι δεκάδες σύντροφοι που είχαμε επιλέξει το δρόμο της σύγκρουσης, να τη συνδαυλίσουμε προσεχτικά σε μια εποχή όπου κυριαρχούσε η θεοποίηση του lifestyle, ο μύθος της «Ισχυρής Ελλάδας», η απενοχοποίηση του πλουτισμού, του ρατσισμού, του σεξισμού και του κοινωνικού κανιβαλισμού. Να τη δυναμώσουμε σε μια κοινωνία όπου τα πρότυπα όριζε η αθλιότητα της «Μαύρης Τρύπας» και του ΚΛΙΚ.

Το καλοκαίρι του 2002 σηματοδοτείται η έναρξη μιας νέας εποχής: στις 29 Ιούνη, εκρήγνυται στα χέρια του Σάββα Ξηρού αυτοσχέδιος εκρηκτικός μηχανισμός, ο οποίος θα τοποθετούνταν στα εκδοτήρια της Hellas Flying Dolphins στον Πειραιά, σε ένδειξη αλληλεγγύης στην απεργία των ναυτεργατών. Η πρόωρη έκρηξη αφήνει το σύντροφο βαριά τραυματισμένο. Ο Σάββας Ξηρός βασανίζεται και ανακρίνεται στο νοσοκομείο του ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΥ, σε συνθήκες πλήρους απομόνωσης, για 40 μέρες. Τα κανάλια επιδίδονται σε μια προπαγανδιστική εκστρατεία, οργανωμένη πλήρως από τη Scotland Yard και τη CIA. Ο ένοπλος αγώνας λοιδορείται και εμφανίζεται ως απόρροια του παραλόγου ή του προσωπικού συμφέροντος. Το αστικό πολιτικό σύστημα, από τη ΝΔ έως το ΚΚΕ, επιτίθεται όχι μονάχα στην ιστορία της 17Ν, αλλά στην προοπτική της επαναστατικής ανατροπής συνολικότερα. Η συνεργασία με την αστυνομία επιχειρείται διακαώς να νομιμοποιηθεί κοινωνικά. Ο Προκόπης Παυλόπουλος, Πρόεδρος της Δημοκρατίας σήμερα, υποστήριζε ότι η κατάδοση είναι «ένα είδος αυτοάμυνας», αφού η «τρομοκρατία» απειλεί ολόκληρη την κοινωνία. Στον αντίποδα, η αλληλεγγύη βρίσκεται στο στόχαστρο της καταστολής -με μαζικές προσαγωγές από όλη την Αθήνα, μετά την πορεία της 1ης Οκτώβρη και την εμπρηστική επίθεση στην «Απογευματινή», αποδεικνύοντας ότι η δράση όταν είναι κοινωνική, όταν είναι πολύμορφη και πλήττει τον ταξικό εχθρό, όταν είναι κατανοητή, με επικοινωνιακή πυκνότητα, αποτελεί πραγματική απειλή για το καθεστώς. Οι κατηγορούμενοι προφυλακίζονται στα υπόγεια του Κορυδαλλού σε ειδικό καθεστώς απομόνωσης, το οποίο και διαρρηγνύεται μετά από απεργία πείνας. Η δίκη-παρωδία που διεξήχθη και αυτή μέσα στις φυλακές του Κορυδαλλού, αποτέλεσε δίκη-ορόσημο όσον αφορά την καταστρατήγηση των δικαιωμάτων των κατηγορούμενων, αλλά και οδηγό όσον αφορά όλες τις επόμενες δίκες εναντίον του «εσωτερικού εχθρού». Μιλάμε για μια δίκη με ειδική σύνθεση, με ειδικό νόμο που απαγόρευε την τηλεοπτική μετάδοσή της, όπου οι εισαγγελείς απαξίωναν τους δικηγόρους και δεν ίσχυσε ποτέ το «τεκμήριο της αθωότητας». Μιλάμε για μια “δίκαιη δίκη”, η οποία νομιμοποίησε τα βασανιστήρια του Σ. Ξηρού, κάνοντας χρήση των “καταθέσεων” του. Αυτές τις καταθέσεις που υπέγραψε ο εισαγγελέας Διώτης παίρνοντας το χέρι του Σάββα και κάνοντας ένα Σ σε κάθε σελίδα, αφού ο σύντροφος δεν μπορούσε ούτε αυτό να κάνει. Πρόκειται για τον ίδιο εισαγγελέα, ο οποίος το 1995 ασκούσε τις διώξεις στους καταληψίες του Πολυτεχνείου, ο ίδιος εισαγγελέας ο οποίος απέκρυψε τη λίστα Λανγκάρντ το 2011, ενώ η χώρα ήταν χρεοκοπημένη. Καθόλου τυχαία ο πρώτος κύκλος δράσης του ΕΑ, αφορούσε τον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας»… Χωρίς αμφιβολία, η 29η Ιούνη ήταν η ελληνική 11η Σεπτέμβρη, η εισαγωγή δηλαδή σε μια κατάσταση μόνιμης έκτακτης ανάγκης. Το καλοκαίρι του 2002 η Ελλάδα έμοιαζε με ξέφραγο αμπέλι. Πώς αλλιώς να εξηγήσει κανείς την ασυδοσία των ξένων μυστικών υπηρεσιών, οι οποίοι ανέκριναν χωρίς καμία νομική κάλυψη Έλληνες πολίτες και τους απειλούσαν με σύλληψη ή έκδοση στις ΗΠΑ και την Αγγλία; Φαντάζεστε Έλληνες αστυνομικούς να κυκλοφορούν αμέριμνοι στις αμερικανικές μεγαλουπόλεις, να ανακρίνουν Αμερικανούς πολίτες και να τους απειλούν με έκδοση στα Γρεβενά ή το Δομοκό; Όχι, φυσικά. Η σύγχρονη αστική τάξη όμως χρωστάει την ύπαρξή της στα βρετανικά τανκς και τις αμερικάνικες ναπάλμ. Και την οικονομική της ανάπτυξη στο σχέδιο Μάρσαλ, στα αμερικάνικα και στα δυτικοευρωπαϊκά κεφάλαια. Παρασιτική και εξαρτημένη, χωρίς αυτοδύναμη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνατοτήτων της, έχει μετατραπεί -πέρα από μηχανή παραγωγής κέρδους για τους δανειστές- σε διακομετακομιστικό κέντρο εμπορευμάτων, φυσικού αερίου και πετρελαίου προς την ΕΕ, τουριστικό θέρετρο και προκεχωρημένη βάση των Αμερικάνων. Και, φυσικά, όταν χρειαστεί θέατρο επιχειρήσεων της CIA, της Scotland Yard και της Mossad. Μέσα σε εκείνη τη συγκυρία, το Σεπτέμβρη του 2002, όπου η αντεπανάσταση πανηγύριζε μια πρόσκαιρη νίκη, η εμφάνιση στη ΓΑΔΑ του καταζητούμενου Δημήτρη Κουφοντίνα αντέστρεψε το κλίμα που διαμορφωνόταν για μήνες. Ανέτρεψε, σε μια στιγμή, σχέδια που είχαν εκπονήσει ξένες πρεσβείες, είχαν στηρίξει τα τζάκια της εγχώριας αστικής τάξης και είχαν κοστίσει εκατομμύρια δολάρια και στερλίνες. «Αντί για τη σιγουριά της φυγής και της σιωπής, επέλεξα να εμφανιστώ, να αναλάβω τις πολιτικές ευθύνες των επιλογών μου, και να τις υπερασπίσω με όποιο κόστος», είχε δηλώσει τότε ο Δημήτρης Κουφοντίνας. Η στάση του αποτέλεσε σχολείο για όλους μας. Μας έδειξε, χωρίς πολλά και περιττά λόγια, ότι ο αγώνας απαιτεί, πάνω απ’ όλα, πολιτικό ήθος, σεμνότητα και πλήρη στράτευση. Η αξιοπρέπεια του συντρόφου, σε αντίθεση με την απροκάλυπτη βαρβαρότητα και ανηθικότητα του καθεστώτος, διαμόρφωσε μια περίοδο έντονης πολιτικοποίησης και ριζοσπαστικοποίησης της νεολαίας εκείνης της εποχής. Μια περίοδο που προφανώς καθόρισε το ήθος, τη στράτευση και τις επιλογές και του Κώστα Γουρνά.

Το Μάρτιο του 2003 ξεκινάει ο βομβαρδισμός του Ιράκ από τη «συμμαχία των προθύμων», υπό την ηγεσία των ΗΠΑ. Ο πόλεμος στη Γιουγκοσλαβία ήταν μόνο η αρχή. Το είχε άλλωστε ξεκάθαρα δηλώσει ο Κλίντον το 1999: «Αυτό που κάναμε στο Κοσσυφοπέδιο μπορούμε να το ξανακάνουμε τώρα, μπορούμε να το κάνουμε αύριο αν είναι αναγκαίο (…)». Χωρίς καθυστέρηση το κίνημα έδειξε τα αντανακλαστικά του και ο λαός το αντιπολεμικό του φρόνημα. Ογκώδεις διαδηλώσεις, επιθέσεις με μολότοφ στις πρεσβείες των χωρών που συμμετέχουν στους βομβαρδισμούς και μαζικές συγκρούσεις με την αστυνομία έξω από την πρεσβεία των ΗΠΑ. Τα ψέματα του Κόλιν Πάουελ στον ΟΗΕ -τόσο ίδια με τη σημερινή προπαγάνδα για τη Λιβύη, την Ουκρανία, τη Βενεζουέλα, τη Συρία- δεν πείθουν κανέναν. Οι αναρχικοί διατηρούν αναλλοίωτα τα επαναστατικά τους χαρακτηριστικά και συνεχίζουν την πολιτική τους παράδοση: Πιάνουν το νήμα από τον λαϊκό ξεσηκωμό ενάντια στις βάσεις της Σούδας στην Κρήτη και τον εμπρησμό της Νομαρχίας το 1990 στα Χανιά, τις συγκρούσεις κατά τη διάρκεια της επίσκεψης του Μπους το 1991 και του Κλίντον το 1999, τις μαχητικές διαδηλώσεις ενάντια στον βομβαρδισμό της Γιουγκοσλαβίας το 1999 και την εισβολή στο Αφγανιστάν το 2001. Το 2003 δίπλα στη φλεγόμενη πρόσοψη της Βρετανικής Πρεσβείας, κάποιοι έγραφαν με σπρέι: “Αν ο Σόντερς ζούσε, θα βομβάρδιζε το Ιράκ”. Πόση αλήθεια μέσα σε ένα τόσο απλό σύνθημα; Πόσο συμπυκνωμένα αποτυπώνεται μέσα σε δύο σειρές, η σύνδεση του «μαζικού» με το «ένοπλο», η συνέχεια της ιμπεριαλιστικής πολιτικής, αλλά και η αποτυχία της βρετανικής προπαγάνδας που παρουσίαζε, ένα χρόνο μόλις πριν, τον ταξίαρχο Σόντερς σαν ένα αθώο θύμα και έναν καλό οικογενειάρχη; Το αναρχικό κίνημα συγκροτείται πια με όρους μαζικούς, πολιτικούς, μαχητικούς. Ξεφεύγει όλο και περισσότερο από την μικροαστική εσωστρέφεια και τον μικρόκοσμό του και αποτελεί έναν πολιτικό χώρο που απευθύνεται μαζικά. Συσπειρώνει εκατοντάδες συντρόφους και συντρόφισσες ενώ τον παρακολουθούν χιλιάδες άνθρωποι. Δίνεται πια μεγαλύτερο βάρος στην κεντρική πολιτική σκηνή. Στο πεδίο όπου μια μειοψηφία οργανώνει και ασκεί τις βασικές αντιλαϊκές πολιτικές, που καθορίζουν τη ζωή της πλειοψηφίας και διαπερνούν κάθετα όλα τα πεδία της κοινωνικής ζωής. Στο πεδίο, όπου η επαναστατική δράση μπορεί να υπονομεύσει καθοριστικά τα συμφέροντα του κεφαλαίου και να φέρει πλατιές μάζες, όλο και πιο κοντά στο στρατόπεδο της επανάστασης. Πλέον οι διαδικασίες μας, οι συνελεύσεις μας αποκτούν μεγαλύτερη αξία και ισχυρό αποφασιστικό χαρακτήρα, αφού οργανώνεται και αποφασίζεται ρητά και το επιχειρησιακό σχέδιο των συγκρούσεων. Συνήθης τότε αφετηρία των επιθέσεων η Γαλλική Πρεσβεία και η Βουλή. Η δέσμευση και η ευθύνη αρχίζει να αντικαθιστά, επιτέλους, το «αυθόρμητο», τη βαθιά αντιδραστική συνήθεια, τόσο επιβεβλημένη και αρεστή στην καπιταλιστική ηθική, όπου «ο καθένας ό,τι θέλει κάνει και λογαριασμό δε δίνει». Πλέον στο αναρχικό/ αντιεξουσιαστικό μπλοκ υπάρχει οργανωμένη περιφρούρηση, η οποία όχι μόνο διαμορφώνει σχέσεις εμπιστοσύνης και αλληλοβοήθειας, αλλά και οριοθετεί συγκροτημένα μπλοκ, τα οποία αποτυπώνουν σε επίπεδο δρόμου ένα συλλογικό υποκείμενο που αγωνίζεται για τα συμφέροντα της τάξης του. Η εμπειρία των οργανωμένων περιφρουρήσεων έδειξε τα δόντια της λίγους μήνες μετά, τον Ιούνη του 2003, στις μαζικές και άγριες συγκρούσεις στη Θεσσαλονίκη κατά τη διάρκεια της Συνόδου Κορυφής της ΕΕ. Αλλά και σήμερα, το μπλοκ των αναρχικών και των κομμουνιστών το οποίο επιτέθηκε στην κόκκινη ζώνη κατά τη διάρκεια της επίσκεψης Ομπάμα και συνέχισε συγκροτημένο τις επιθέσεις του με μολότοφ στα ΜΑΤ μέχρι τα Εξάρχεια δεν είναι παρά παιδί αυτής της πολιτικής εμπειρίας και παιδείας.

Χωρίς αμφιβολία πρόκειται για μια πρόχειρη και ελλιπή καταγραφή όσων καθόρισαν το αναρχικό κίνημα στην Ελλάδα από τότε που ξεκινήσαμε τα πρώτα μας πολιτικά βήματα, στα μέσα της δεκαετίας του ’90 έως και τον Σεπτέμβρη του 2003, όπου πραγματοποιείται και η πρώτη επίθεση του ΕΑ, με το διπλό βομβιστικό χτύπημα στα δικαστήρια της πρώην Σχολής Ευελπίδων. Δεν θα μπορούσε όμως να είναι διαφορετικά. Πώς να χωρέσει μέσα σε μια παγερή αίθουσα δικαστηρίου τόση αδικία, τόσο πόνος, τόση οργή; Τόση συντροφικότητα, αλλά και τόση μοναξιά; Πόσο λειψή είναι μια κατάθεση όταν δεν μιλάει για τη δολοφονία του Χριστόφορου Μαρίνου το 1996; Για τις σφαίρες που έριξε αστυνομικός περιπολικού, το οποίο δέχτηκε επίθεση με μολότοφ και κάηκε, σε αντιφασιστική συγκέντρωση τον Ιούλιο του 1998 στην πλατεία Κάνιγγος, τραυματίζοντας έναν από τους διαδηλωτές; Για την αλληλεγγύη στους πολιτικούς κρατούμενους; Για τις συγκρούσεις των αδιόριστων εκπαιδευτικών το 1998, τις μαθητικές καταλήψεις ενάντια στο Νόμο Αρσένη, την καμένη Αθήνα κατά τη διάρκεια της επίσκεψης Κλίντον, τις δράσεις ενάντια στη φιέστα των Ολυμπιακών Αγώνων, τις κινητοποιήσεις ενάντια στις εργοδοτικές δολοφονίες; Για τη μαχητική αλληλεγγύη στον αναρχικό Νίκο Μαζιώτη, ο οποίος είχε αναλάβει την πολιτική ευθύνη για την τοποθέτηση εκρηκτικού μηχανισμού στο Υπουργείο Ανάπτυξης ενάντια στην καταστροφική επένδυση της TVX GOLD στη Χαλκιδική; Τις επιθέσεις του αντάρτικου πόλης ενάντια στους ιμπεριαλιστές, τους μεγαλοκαρχαρίες της αστικής τάξης και τους αξιωματούχους του καθεστώτος;

Με το σύντροφο Κώστα Γουρνά όλα αυτά τα χρόνια πορευτήκαμε μαζί. Βρεθήκαμε δίπλα δίπλα σε όλες τις μάχες του κοινωνικού και ταξικού πολέμου. Ο λόγος και οι πράξεις του, μαζί με των συντρόφων του, τόσο πριν όσο και μετά τη σύλληψη του, σημάδεψαν όλους τους κρίσιμους αγώνες των τελευταίων ετών.

Με τον Κώστα βρεθήκαμε μαζί το 2005 όταν ξυλοκοπούνταν οι αστυνομικοί φρουροί του Βερελή μέσα στο Πολυτεχνείο και αυτοί πυροβόλησαν το σύντροφο Γιώργο Χιλίαρχο. Βρεθήκαμε μαζί το 2006 και το 2007, μια περίοδο μαζικών φοιτητικών αγώνων, πανεπιστημιακών καταλήψεων σε όλη την Ελλάδα και σφοδρών συγκρούσεων. Βρεθήκαμε το Δεκέμβρη του 2008 όταν ο Κορκονέας πυροβόλησε και δολοφόνησε εν ψυχρώ τον Αλέξη Γρηγορόπουλο. Μαζί ψάχναμε να βρούμε κάποιο αυτοκίνητο, γιατί αργούσε το ασθενοφόρο, μαζί πετάξαμε τις πρώτες πέτρες στα ΜΑΤ, μαζί κάψαμε την Ερμού και το ΑΤ Ακροπόλεως λίγες ώρες αργότερα. Μαζί πορευτήκαμε και τις επόμενες τρεις βδομάδες της εξέγερσης. Μαζί επιχειρήσαμε, με πλήθος λαού, να εισβάλουμε στη Βουλή στις 5 Μάη του 2010, τρεις μέρες πριν την υπογραφή του 1ου Μνημονίου. Μαζί προσπαθήσαμε να μάθουμε τα τελευταία νέα για την υγεία του Γιάννη Καυκά, ο οποίος νοσηλευόταν σε προθανάτιο στάδιο, μετά την επίθεση των ΜΑΤ στο πανεργατικό συλλαλητήριο του Μαΐου του 2011. Μαζί δώσαμε μάχη για κάθε μέτρο της πλατείας Συντάγματος με τον αστυνομικό στρατό κατοχής, στις 28 και 29 Ιούνη του 2011, ενάντια στην ψήφιση του «Μεσοπρόθεσμου» από την κυβέρνηση Παπανδρέου. Μαζί βρεθήκαμε, για ώρες, στις 19 Οκτώβρη της ίδιας χρονιάς απέναντι στα ΜΑΤ, ενάντια στα μέτρα που είχε επιβάλλει η τελευταία Σύνοδος Κορυφής της ΕΕ. Μαζί προσπαθήσαμε την επόμενη μέρα να σπάσουμε την περικύκλωση του ΠΑΜΕ στη Βουλή, η οποία αντικειμενικά προστάτευσε το κοινοβούλιο από τη λαϊκή οργή. Για αυτό και δέχτηκε τα συγχαρητήρια ολόκληρου του πολιτικού συστήματος τις επόμενες μέρες. Μαζί περπατήσαμε στην Αθήνα που καιγόταν τη νύχτα της 12ης Φλεβάρη, ενάντια στο 2ο μνημόνιο που ψήφισε η δοτή κυβέρνηση του Λουκά Παπαδήμου, πρώην Αντιπροέδρου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος. Μια εξέγερση που κράτησε μονάχα μια βραδιά, αλλά είχε εκείνη τη μαζικότητα, εκείνη τη λαϊκή συμμετοχή στις συγκρούσεις και ένα ξεκάθαρο ταξικό πρόσημο που δεν μπορεί να συγκριθεί με καμία νύχτα που έχουμε ζήσει μέχρι σήμερα. Μαζί με τον Κώστα αναλογιστήκαμε, όμως, και τις ευθύνες μας μετά την αυτοκτονία του Δημήτρη Χριστούλα στο Σύνταγμα τον Απρίλη του 2012. Μαζί ξυλοκοπήσαμε την ημέρα της κηδείας τους ειδικούς φρουρούς που είχαν το θράσος να περάσουν ακριβώς δίπλα από το σημείο όπου άφησε την τελευταία του πνοή ο σύντροφος. Όλα αυτά τα χρόνια σταθήκαμε αλληλέγγυοι στους συντρόφους που βασανίστηκαν από την αστυνομία, δίπλα στους πολιτικούς κρατούμενους που σύρθηκαν στα δικαστήρια και τις φυλακές, ενώ αυτοί έστεκαν θαρραλέοι και παρέμεναν σεμνοί και τίμιοι. Μαζί βρεθήκαμε στην πρώτη γραμμή της αντιφασιστικής πάλης. Τότε που η ΧΑ πριμοδοτούμενη από επιχειρηματίες, κανάλια και αστικά κόμματα που τώρα φιγουράρουν στο «συνταγματικό τόξο» μετατράπηκε από περιθωριακή συμμορία σε χρήσιμη πολιτική εφεδρεία. Μια εγκληματική οργάνωση που βρήκε απέναντι της τον κόσμο του αγώνα. Αναρχικούς και κομμουνιστές που τσάκισαν τους παρακρατικούς σε κάθε γειτονιά, που μπήκαν ανάχωμα στα ρατσιστικά πογκρόμ στο κέντρο της Αθήνας, που συγκρούστηκαν με την αστυνομία στο Κερατσίνι μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, που πήραν εκδίκηση στο Ν. Ηράκλειο, όταν εκτελέστηκαν δύο μέλη των ναζιστικών ταγμάτων εφόδου. Μαζί σταθήκαμε αλληλέγγυοι στους πρόσφυγες και τους μετανάστες. Μαζί σταθήκαμε δίπλα στο λαό της Τουρκίας ενάντια στη χούντα του Ερντογάν, δίπλα στο λαό της Ανατολικής Ουκρανίας που πολεμάει με το όπλο στο χέρι τη ναζιστική/ νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση του Κιέβου.

Ο Κώστας Γουρνάς δεν συνελήφθη όμως το 2010 απλά επειδή δήλωσε αναρχικός. Όπως έγραφαν ο Μαρξ και ο Ένγκελς τον 19ο αιώνα: «Οι ιδέες δεν μπορούν να πραγματώσουν απολύτως τίποτα. Για την πραγμάτωση των ιδεών, χρειάζονται οι άνθρωποι που θα επιστρατεύσουν την πρακτική βία».

Η ένοπλη προπαγάνδα, το στάδιο που βρίσκεται σήμερα το αντάρτικο πόλης στην Ελλάδα έχει ιδιαίτερη σημασία και αξία -όταν αυτό έχει ταξικό πρόσημο και σταθερό προσανατολισμό την κοινωνική επανάσταση. Γιατί η απαραίτητη πολυμορφία ενός επαναστατικού κινήματος, δεν σημαίνει ισοπέδωση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών και του ειδικού βάρους κάθε μέσου πάλης.

1) Κατ’ αρχάς το αντάρτικο πόλης αποτελεί υπόδειγμα ανιδιοτέλειας και αφοσίωσης στα συμφέροντα του λαού. Σε ένα κόσμο όπου το προσωπικό όφελος και κέρδος αποτελούν το υπέρτατο αγαθό και το άτομο και οι επιθυμίες του προβάλλονται σαν η κινητήρια δύναμη της ιστορίας, η στράτευση σε έναν αγώνα δίκαιο και ηθικό δεν μπορεί παρά να αποτελεί θέση μάχης. Πράξη πολέμου ενάντια στον κόσμου του κεφαλαίου. Το αντάρτικο πόλης αποτελεί μορφή πάλης όπου κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί μια ασφαλή κατάληξη και μια σίγουρη ζωή. Μάλλον το ακριβώς αντίθετο. H ένταση που δεν γίνεται κατανοητή στο φιλικό και κοινωνικό περίγυρο, τα αναγκαία ψέματα, καθώς η απόσταση που αυτά δημιουργούν αποτελούν πραγματικό κόστος για έναν ένοπλο αγωνιστή. Η απειλή της σύλληψης, του εγκλεισμού σε ειδικές πτέρυγες και φυλακές, της βαριάς καταδίκης, του τραυματισμού, των βασανιστηρίων, ακόμα και του θανάτου είναι υπαρκτή και συγκεκριμένη. Η επιχείρηση εξάρθρωσης του ΕΑ από τον Απρίλη του ’10 μέχρι και σήμερα είναι γεμάτη από τέτοια παραδείγματα. Για αυτό ο ένοπλος αγώνας είναι μια μορφή πάλης που απαιτεί αγωνιστές ολόψυχα δοσμένους στα συμφέροντα του λαού, και αυτό έχει σημασία να γίνει κατανοητό ακόμα και σε μια δίκη σαν κι αυτή. Έχει σημασία να γίνει κατανοητό το ήθος και η αυταπάρνηση όσων βρίσκονται απέναντί σας. Τι πιο ευγενές σήμερα από το να παλεύεις, ακόμα και με το όπλο στο χέρι, για ένα λαό που αργοπεθαίνει; Για μια χώρα όπου εξοντώνεται από τις μνημονιακές πολιτικές; Όπου τα παιδιά λιποθυμάνε στα σχολεία; Όπου οι παππούδες και οι γιαγιάδες ζούνε σε συνθήκες ανέχειας, επειδή τα χρήματα τους τζογαρίστικαν στα χρηματιστήρια, επενδύθηκαν σε δομημένα ομόλογα και κουρεύτηκαν μετά το PSI; Για μια χώρα όπου καίγεται κάθε καλοκαίρι, αφού δεν υπάρχουν χρήματα για πυροσβεστικά οχήματα και πυροσβέστες, αλλά για τη φονική μηχανή του ΝΑΤΟ και τους δανειστές; Για μια χώρα όπου η κατάθλιψη, η απογοήτευση και οι αυτοκτονίες θερίζουν; Όπου 350.00 οικογένειες δεν έχουν κανένα εργαζόμενο μέλος; Τι πιο ευγενές, σήμερα, από το να πολεμάς για την τάξη σου, χωρίς κανένα προσωπικό όφελος; Τι πιο ανθρώπινο από το να απαρνηθείς «τη βραδινή ξεκούραση στο σπιτικό κατώφλι για τον τραχύ δρόμο που πάει στο αύριο», όπως έγραφε και ο Λειβαδίτης;

2) «Ο ένοπλος αγώνας ήταν για την οργάνωση ένα εργαλείο πολιτικής προπαγάνδας», είχε δηλώσει ο Κώστας Γουρνάς στο προηγούμενο δικαστήριο. Ο ΕΑ κατάφερε να συμβάλλει σε έναν κινηματικό διάλογο που αφορούσε όλα τα κρίσιμα ζητήματα της εποχής μας, αλλά και να επικοινωνήσει πλατιά τον επαναστατικό λόγο σε μεγάλα κομμάτια της εργατικής τάξης και του λαού. Και ειδικά το τελευταίο είναι ένα επίτευγμα μεγάλο. Έχοντας σαν όπλα του την ταξική ανάλυση, την καλή γνώση της ελληνικής και παγκόσμια ιστορίας, και κατέχοντας πλήρη στοιχεία για να τεκμηριώσει την πολιτική του θέση κατάφερε να δημιουργήσει ρήγματα στην κυρίαρχη αφήγηση: Τα ψέματα του κεφαλαίου και την προπαγάνδα του ιμπεριαλισμού. Ο ΕΑ κατάφερε μέσα από τη δράση του, εκμεταλλευόμενος όλα τα πλεονεκτήματα του αντάρτικου πόλης και αξιοποιώντας πλήρως τη στρατηγική της ένοπλης προπαγάνδας, να μιλήσει ανοιχτά και ο επαναστατικός του λόγος να μπει σε όλα τα σπίτια. Καθόλου τυχαία όταν οι εφημερίδες δημοσίευαν κάποια προκήρυξη της οργάνωσης, αυτές είχαν εξαντληθεί από νωρίς σε όλα τα περίπτερα. Μέσα σε μια εποχή κοινωνικής σύγχυσης και νίκης της αστικής ιδεολογίας κατάφερε να αναλύσει την παγκόσμια καπιταλιστική κρίση και να εξηγήσει το δομικό της χαρακτήρα και να συγκρουστεί, από νωρίς, με κάθε αστική πρόταση εξόδου από αυτήν. Να εξηγήσει ότι στόχος των μνημονίων είναι η διάσωση των ξένων τραπεζών και ασφαλιστικών ταμείων, η μεταφορά αξίας από την περιφέρεια στα ιμπεριαλιστικά κέντρα, η κερδοφορία της εγχώριας αστικής τάξης, καθώς και η μετακύλιση της κρίσης στα χαμηλά, αλλά και μεσαία, κοινωνικά στρώματα. Ο ΕΑ έθεσε όμως ταυτόχρονα και βασικά πολιτικά ζητήματα στο εσωτερικό του κινήματος. Για παράδειγμα, με την προκήρυξη που ανέλαβε τις ένοπλες επιθέσεις στα ΜΑΤ, οι οποίες και πραγματοποιήθηκαν σαν απάντηση στη δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου, μίλησε για «την προοπτική μιας ελευθεριακής κοινωνικής, πολιτικής και οικονομικής οργάνωσης, μέσα από σειρά επαναστατικών προταγμάτων για την εργασία, την παραγωγή, την καθημερινή ζωή». Θεμελιώδη ζητήματα, τα οποία δυστυχώς δεν είχαν συζητηθεί επαρκώς πριν τη διετία των αντιμνημονιακών ταραχών του 2010-2012. Τότε που στην Ελλάδα, τον αδύναμο κρίκο της ΕΕ, η κρίση είχε επεκταθεί από την οικονομία σε όλα τα υπόλοιπα πεδία: το πολιτικό, το κοινωνικό, το νομικό, το διατροφικό κλπ, διαμορφώνοντας τις «αντικειμενικές συνθήκες» για την επανάσταση. Τη διετία εκείνη δεν υπήρχε όμως ο «υποκειμενικός παράγοντας», ο οποίος και θα τις εκμεταλλευόταν προς όφελος του λαού. Δεν υπήρχε η ιδεολογική, πολιτική και στρατιωτική εμπροσθοφυλακή του λαϊκού κινήματος. Ένας κεντρικός επαναστατικός φορέας που θα συγκέντρωνε την αναγκαία μαχητική ισχύ στους αποφασιστικούς χρόνους και χώρους. Που θα στόχευε στην κεντρική πολιτική αναμέτρηση με τον ιμπεριαλισμό, το κεφάλαιο και το κράτος του.

3) Ιστορικά, η εξουσία του κεφαλαίου είναι «αλεπού και λιοντάρι». Επιβάλλεται με το ψέμα και τη βία. Για αυτό και δεν αρκεί μονάχα η συνεχής διαπάλη με την αστική ιδεολογία. Απαιτείται και η «κριτική των όπλων», η πολιτική αντι-βία. Το αντάρτικο πόλης αμφισβητεί έμπρακτα το κρατικό μονοπώλιο στην άσκηση της νόμιμης βίας, που μπορεί να εμφανίζεται ως η προστάτιδα δύναμη των συμφερόντων όλης της κοινωνίας, δεν είναι όμως παρά το «λιοντάρι» για το οποίο μίλαγε ο Μακιαβέλι. Η βία της αστυνομίας, των μυστικών υπηρεσιών, του στρατού, των δικαστηρίων, των φυλακών αποτελεί -χωρίς αμφιβολία- το σιδερένιο χέρι που εξασφαλίζει τους όρους ύπαρξης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Και τίποτα άλλο. Η έμπρακτη αμφισβήτηση του μονοπωλίου της κρατικής βίας δεν είναι ένα παιχνίδι αδρεναλίνης με την αστυνομία. Το αντάρτικο πόλης και η αντικαπιταλιστική πάλη γενικότερα δεν είναι χολιγουντιανή ταινία. Δεν αποδεικνύει απλά ότι ο ταξικός εχθρός είναι στρατιωτικά ευάλωτος. Καμία μειοψηφία όσο αποφασισμένη και αν είναι, όσες επιχειρησιακές δυνατότητες και αν έχει δεν μπορεί να πραγματοποιήσει την επανάσταση από μόνη της. Μονάχα ο ένοπλος λαός, με εμπροσθοφυλακή το συνειδητό και πολιτικά οργανωμένο κομμάτι του, μπορεί να εισβάλλει στην ιστορία και να διεκδικήσει ένα κόσμο ισότητας, ελευθερίας και πλούτου για όλους. Γιατί, χωρίς αμφιβολία, η πολιτική αντι-βία συνεχίζει να αποτελεί απόλυτο μέτρο και κριτήριο όσων αναφέρονται στην κοινωνική επανάσταση; Ο ΕΛΑ έγραφε σχετικά το 1975: «Επειδή ξέρουμε ότι η κατάκτηση της λαϊκής εξουσίας και του σοσιαλισμού περνάει μέσα από την ολοκληρωτική βίαια και ένοπλη σύγκρουση με την καπιταλιστική-ιμπεριαλιστική εξουσία, θα προετοιμαζόμαστε από τώρα και συνέχεια γι’ αυτήν. (…) Από την άλλη μεριά, επειδή τίποτα που να θίγει ουσιαστικά τα συμφέροντα των εκμεταλλευτών-καταπιεστών δεν πρόκειται να δοθεί, με όσες διαμαρτυρίες, καταγγελίες και πιέσεις και αν κάνουμε, θα πρέπει μαχητικά να τα απαιτούμε και να τα κερδίζουμε, ενάντια στη δύναμη της βίας, της αυθαιρεσίας και της καταπίεσης που διαθέτουν οι εκμεταλλευτές-καταπιεστές και το κράτος τους». Εκτός αν κάποιος πιστεύει ότι «θα μπορέσουμε να νικήσουμε κάνοντας μια ευχή σε κάθε χάντρα του κομπολογιού μας». Γιατί, χωρίς αμφιβολία, η βία είναι ιστορικά δικαιωμένη; Γιατί είναι «η μαμή της ιστορίας», ο μοναδικός τρόπος για να γεννηθεί ένας ανώτερος κοινωνικός-οικονομικός τρόπος οργάνωσης και να πεθάνει ένας κατώτερος. Μην ξεχνάτε, κύριοι δικαστές, ότι και ο δικός σας κόσμος πάνω στη βία θεμελιώθηκε…

4) Το αντάρτικο πόλης, ειδικά όταν αυτό είναι γειωμένο με τον κόσμο του αγώνα, δεν μπορεί παρά να θέτει άμεσα το ζήτημα της πολιτικο-στρατιωτικής οργάνωσης του κινήματος. Ενός επαναστατικού κινήματος, με εμπροσθοφυλακή μια μαζική μαχόμενη οργάνωση, που θα επιτεθεί σε όλους τους κρίσιμους κόμβους της αστικής στρατηγικής. Ενός κινήματος που θα εγγυηθεί την ενότητα και τη συγκέντρωση δυνάμεων πάνω σε κοινές θέσεις, οι οποίες και θα καθορίζουν τον χαρακτήρα, τους σκοπούς και τα καθήκοντα του. Ενός κινήματος που θα περιφρουρεί τις δομές του και τους ανθρώπους του, θα πλήττει καίρια τον ταξικό εχθρό, αλλά θα διατηρεί και την επιχειρησιακή ετοιμότητα και ικανότητα που θα δώσει «τη δυνατότητα για μια στοχευμένη και ένοπλη αναμέτρηση με το καθεστώς και τους υπερασπιστές τους με σκοπό την τελική νίκη των επαναστατών». Πολύτιμη εμπειρία και μεγάλη παρακαταθήκη σήμερα για τη συγκρότηση ενός τέτοιου μαχητικού κινήματος αποτελεί ο αγώνας που διεξάγεται εδώ και πάνω από ένα χρόνο, και συνεχίζεται ακόμα, ενάντια στους εμπόρους ναρκωτικών στα Εξάρχεια. Ένας αγώνας, σκληρός, επίπονος και μακροχρόνιος, ενάντια στο κρατικό σχέδιο που θέλει να μετατρέψει ολόκληρη την περιοχή στη μεγαλύτερη πιάτσα ναρκωτικών της Αθήνας, σε γκέτο μπράβων και αρένα κοινωνικού κανιβαλισμού. Ένας αγώνας, ο οποίος λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του οφείλει να έχει ισχυρή περιφρούρηση, όπως αποδείχτηκε όταν αφοπλίστηκε -πριν λίγους μήνες- έμπορος ναρκωτικών, ο οποίος κυκλοφορούσε απειλητικά σε συγκέντρωση αλληλεγγύης σε πολιτικό κρατούμενο, μέσα στην πλατεία Εξαρχείων. Στην εποχή μας, ειδικά, είναι ακόμα πιο σαφές ότι η πολιτικο-στρατιωτική οργάνωση του κινήματος είναι απαραίτητος όρος νίκης. Σήμερα, όπου η παγκόσμια καπιταλιστική κρίση διευρύνει όλες τις αντιφάσεις του συστήματος. Σήμερα, όπου η αγωνιώδης προσπάθεια του κεφαλαίου να μπει σε ένα νέο κύκλο ανάπτυξης αφήνει πίσω της μονάχα πτώματα. Αφήνει διαρκή λιτότητα, μονιμοποίηση μνημονίων, τσάκισμα των εργατικών κεκτημένων και των δημοκρατικών δικαιωμάτων, όξυνση της ταξικής εκμετάλλευσης και της κρατικής τρομοκρατίας. Αφήνει πίσω της ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις, πραξικοπήματα, χρηματοδότηση και εκπαίδευση τζιχαντιστών και ναζιστικών ομάδων -στην Ουκρανία, τη Συρία, τη Βενεζουέλα, στρατιωτική περικύκλωση της Ρωσίας, αλλά και όξυνση των εσωτερικών αντιθέσεων στο στρατόπεδο του ευρωατλαντικού ιμπεριαλισμού. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, η πολιτικο-στρατιωτική οργάνωση του κινήματος είναι όρος νίκης ειδικά σήμερα, όπου ο κοινοβουλευτισμός είναι κοινωνικά απαξιωμένος και οι εφεδρείες του εξαντλούνται όλο και πιο γρήγορα. Ειδικά σήμερα, όπου η κοινωνική νηνεμία, σημαντικό επίτευγμα του ΣΥΡΙΖΑ, δεν θα είναι παντοτινή και -αργά ή γρήγορα- η οργή θα ξεσπάσει ξανά στους δρόμους και εμείς πρέπει να έχουμε διδαχθεί από τα λάθη μας και να είμαστε έτοιμοι.

Κλείνοντας ας μου επιτραπεί να μιλήσω, λίγο προσωπικά, για το σύντροφο και φίλο Κώστα Γουρνά, για τον οποίο και καταθέτω σήμερα. Πρόκειται για έναν άνθρωπο που προέρχεται από τον κόσμο της εργασίας και είναι περήφανος για αυτό. Για έναν άνθρωπο ο οποίος αγωνίστηκε για τον λαό και τα συμφέροντά του. Σεμνό, μορφωμένο, αξιοπρεπή. Ο Κώστας έχει όλα τα χαρακτηριστικά των ανθρώπων που είναι χρήσιμοι στην κοινωνία και μπορούν πραγματικά να προσφέρουν σε αυτή. Ο Κώστας δεν εντάχθηκε στον ΕΑ επειδή τον έλκυε η βία. Τέτοια κίνητρα θα τα συναντήσετε στην αστυνομία, στον εθνικό στρατό και τα φασιστικά τάγματα εφόδου. Ούτε, φυσικά, επειδή αναζητούσε την αδρεναλίνη ή μια ανώφελη ένταση. Αυτά προσφέρονται απλόχερα τα σαββατόβραδα της αποχαύνωσης, όπου οι μαφίες -κάτω από κρατική προστασία- πουλάνε ανενόχλητες τα ναρκωτικά τους. Δεν πήρε τα όπλα, επειδή τον ένοιαζαν τα χρήματα. Αν αποσκοπούσε στον προσωπικό του πλουτισμό, θα κινούταν με επιτυχία μέσα στα κυκλώματα του παράνομου κεφαλαίου. Ο Κώστας δόθηκε ολόψυχα στον αγώνα για «έναν κόσμο στο μπόι των ονείρων και των ανθρώπων». Και είδε τα καθάρματα της αντιτρομοκρατικής, όχι μόνο να τον ξυλοκοπούν γυμνό μέχρι αναισθησίας στον 12ο όροφο της ΓΑΔΑ, αλλά και να απειλούν τα παιδιά του: «Πάρτε τον στον Υμηττό. Πηγαίνετε να φέρετε τα παιδιά του εδώ να τα σκοτώσουμε μπροστά του», είχαν πει τα καθάρματα που εκθειάζονται σήμερα από τους Αμερικάνους του State Department σαν «νέοι αξιωματικοί με υψηλό ηθικό και κατάρτιση». Σήμερα, ο Κώστας βρίσκεται στα υπόγεια του Κορυδαλλού, καταδικασμένος σε 50 χρόνια, την ίδια στιγμή που προκλητικές αποφάσεις της δικαιοσύνης, οι οποίες απαλλάσσουν ή αφήνουν ελεύθερους τους πλούσιους και τους ισχυρούς, συνταράσσουν πραγματικά την κοινωνία. Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα: Σχεδόν όλοι οι κατηγορούμενοι για το σκάνδαλο της Energa και Hellas Power απολαμβάνουν σήμερα ελεύθεροι μια πολυτελή ζωή. Ένα μόνο από τα δεκάδες σκάνδαλα της αστικής δικαιοσύνης, όπου οι κατηγορούμενοι είχαν δημιουργήσει ένα δαίδαλο offshore για να κρύψουν περίπου 256 εκατ. ευρώ, τα οποία εισέπραξαν από τους καταναλωτές, αλλά δεν απέδωσαν, όπως όφειλαν, στο Δημόσιο. Ένα δικαστικό αίσχος που έγινε ακόμα πιο επαίσχυντο, όταν αφέθηκε ελεύθερη από το Πενταμελές Εφετείο Αναστολών η Μαρία Σκλαβάκη. Καταδικασμένη και αυτή, για την υπόθεση Energa-Hellas Power και ήδη μια φορά δραπέτης, η οποία αποφυλακίστηκε με το σκεπτικό ότι πρέπει να φροντίσει τη μητέρα της που πάσχει από κάποια ψυχιατρική ασθένεια. «Η ίδια κατηγορούμενη δηλαδή που επιχείρησε να διαφύγει στο εξωτερικό εγκαταλείποντας τη μητέρα της στη μοίρα της», όπως είχε σχολιάσει σκωπτικά ένας πρώην πολιτικός κρατούμενος.

Δεν έχουμε αυταπάτες για το θεσμικό ρόλο και τα όρια της αστικής δικαιοσύνης. Κύριος στόχος της είναι να επιβάλλει την κυριαρχία της αστικής τάξης. Κάθε απόφασή της όμως θα κριθεί και ξεχωριστά από την Ιστορία.

«Το πεδίο της ποινικής δικαιοσύνης μπορεί και πρέπει να είναι ένα ακόμη πεδίο αγώνα, καθώς οι επί μέρους αποφάσεις των δικαστηρίων αποκρυσταλλώνουν αλλά και καθορίζουν -στα όρια πάντα που επιβάλλει το ταξικό τους πρόσημο- κοινωνικούς και πολιτικούς συσχετισμούς», είχε δηλώσει ο αναρχικός κομμουνιστής Τάσος Θεοφίλου μετά από την αθώωση του και ύστερα από 5 χρόνια φυλακής, που δεν επιστρέφονται από κανέναν. Και αυτόν τον αγώνα θα τον δώσουμε, μαζί με τους συντρόφους μας, ως την τελική απελευθέρωσή τους!