Πόλεμος και επανάσταση στα χαρακώματα της Ροζάβα:
Τοποθέτηση των επαναστατών αναρχικών.
44η Προκήρυξη της Αναρχικής Λαϊκής Ένωσης (UNIPA)
Βραζιλία, Μάρτης 2015
Ο αγώνας για την ελευθερία του Κουρδιστάν δεν ξεκίνησε σήμερα. Ο κουρδικός λαός κάνει αγώνα για την αυτοδιάθεση, που καλύπτει αιώνες μάχης στην περιοχή της Μεσοποταμίας. Μεταξύ πολέμων και εξεγέρσεων, εξωτερικής κυριαρχίας ή ελέγχου και καταπίεσης από τις ίδιες του τις ολιγαρχίες, η ιστορία του αγώνα αυτού του λαού, ιδιαίτερα η πρόσφατη ιστορία, ξεκινά να προκαλεί ενδιαφέρον σε όλο τον κόσμο. Άλλωστε, ποιοι είναι αυτοί οι άντρες και οι γυναίκες που σήμερα μάχονται και αντιστέκονται στην προέλαση του Ισλαμικού Κράτους στα βόρεια της Συρίας; Ο διεθνής τύπος και οι κυβερνήσεις δεν έχουν συμφέρον να κοινοποιήσουν πληροφορίες.
Σήμερα, τα μάτια του κόσμου στρέφονται προς την ηρωική αντίσταση και τις νίκες των λαϊκών μαζών στο Κομπάνι εναντίον του Ισλαμικού Κράτους του Ιράκ και της Συρίας (ISIS). Οι πρόσφατες συγκρούσεις στην περιοχή που περιλαμβάνει την Τουρκία, το Ιράκ και τη Συρία είναι στόχος της ιμπεριαλιστικής επέμβασης και του ελέγχου και των τζιχαντιστικών ομάδων που αμφισβητούν τον γεωπολιτικό ανασχεδιασμό της Βόρειας Αφρικής και της Μέσης Ανατολής.
Η ένοπλη αντίσταση στο Κομπάνι εισέρχεται σήμερα σε ένα σύνθετο θέατρο πολιτικο-στρατιωτικών επιχειρήσεων και το οποίο επιβάλει στην ατζέντα των επαναστατών και των αναρχικών έναν θεωρητικό, στρατηγικό και προγραμμτικό διάλογο. Η θερμή αλληλεγγύη απ’ όλο τον κόσμο και ο κυματισμός της μαύρης σημαίας στα χαρακώματα του Κομπάνι μας δείχνουν την σημασία της διεθνούς αλληλεγγύης για το προχώρημα του αγώνα και μιας αναρχικής γραμμής η οποία δεν το βάζει στα πόδια, αποφεύγοντας τα καθήκοντα της επανάστασης.
Ωστόσο, πέρα από μόνο μια απλουστευτική υπεράσπιση(ακόμα και αισθητική) ή έναν ανεύθυνο και πουριστικό κριτικισμό(πασιφιστικό ή σεχταριστικό), σήμερα είναι θεμελιακή μια τοποθέτηση των επαναστατών αναρχικών ώστε να επηρεάσουν τα γεγονότα, για την υπεράσπιση και την προώθηση των κατακτήσεων του κουρδικού λού και των εργαζόμενων μαζών όλου του κόσμου. Επιζητώντας να συμβάλουμε με μια επαναστατική και αναρχική ανάλυση και με έναν μαχητικό σκοπό δημοσιεύουμε, εμείς από την Αναρχική Λαϊκή Ένωση, αυτή την ανακοίνωση.
Οι πόλεμοι στο Ιράκ, τη Συρία και την Τουρκία: το έδαφος του αγώνα
Πρέπει να παρατηρήσουμε ότι η τωρινή σύγκρουση στο Κομπάνι είναι στενά συνδεδεμένη με τον πόλεμο στο Ιράκ, τον συριακό εμφύλιο πόλεμο, αλλά και με τον ανταρτοπόλεμο που αναπτύχθηκε και κατευθύνθηκε από το PKK (Κόμμα Εργαζομένων του Κουρδιστάν) και άλλες κούρδικες οργανώσεις που είναι ενεργές στη Συρία και το Ιράκ.
Μετά την επίθεση στους Δίδυμους Πύργους στις ΗΠΑ το 2001, η κυβέρνηση του George W. Bush,από τις ΗΠΑ κι αυτή του Tony Blair, από την Αγγλία, εισέβαλαν στο Ιράκ το 2003 και κατέστρεψαν το κράτος που κυβερνιόταν από το Μπααθικό Κόμμα (Αραβικός εθνικισμός, Σουνίτικη πλειοψηφία – κλαδί του Ισλαμισμού) του Σαντάμ Χουσείν με την ψευδή δικαιολόγηση της εξάλειψης όπλων μαζικής καταστροφής. Αναζητώντας ταχεία δράση που θα εξυπηρετούσε τα συμφέροντα του ιμπεριαλισμού, του ελέγχου των αποθεμάτων ενέργειας, πετρελαίου, και του πολιτικο-στρατιωτικού ελέγχου της περιοχής, υποστηρριζόμενοι από το Ισραήλ και από τις μοναρχίες του Περσικού Κόλπου, οι αμερικάνοι και οι βρετανοί κατέστραψαν το ιρακινό κράτος, ένα από τα ελάχιστα κοσμικά και μη-ευθυγραμμισμένα με τις ΗΠΑ, διαιρώντας το.
Από ΄κει και έπειτα, ένας εμφύλιος πόλεμος για τον έλεγχο του «νέου» ιρακινού κράτους και ένας αντιστασιακός αγώνας ενάντια στα ιμπεριαλιστικά στρατεύματα έχει ξεκινήσει. Ένα κομμάτι τοπικών εθνο-πολιτικών ομάδων, Κούρδων και Σιϊτών, οι οποίοι ήταν εκτός εξουσίας στη διάρκεια της κυβέρνησης του Σαντάμ Χουσείν, υποστήριξαν την εισβολή. Με τη σειρά τους, οι ΗΠΑ και η Αγγλία αποδέχτηκαν τον σχηματισμό μιας κυβέρνησης-μαριονέτας αποτελούμενης από Κούρδους, Σιίτες και Σουνίτες. Ωστόσο, οι συγκρούσεις μεγάλωσαν όσο οι παλιές ομάδες που βρέθηκαν εκτός εξουσίας (κυρίως Σουνίτες) άρχισαν να εκδικούνται. Δεν υπήρχε πιθανός συνασπισμός για τον μοιρασμένο έλεγχο του νεοφιλελεύθερου κράτους που προτάθηκε από τις ΗΠΑ και έγινε δεκτός από τις άρχουσες τάξεις αυτών των εθνικών και θρησκευτικών ομάδων.
Συνεπώς, η πολιτική του ΝΑΤΟ, του Ισραήλ και των ΗΠΑ για το Ιράκ περνά μέσα από τον ανασχεδιασμό και τον διαχωρισμό ολόκληρης της Μέσης Ανατολής. Η αποσύνθεση του Ιράκ μεγάλωσε την αντίσταση στην κατοχή με ομάδες συνδεδεμένες με την Αλ Κάιντα. Με σουνίτικες ρίζες, αποτελούμενη από τζιχαντιστές από αρκετά κομμάτια του Κόσμου, αυτή η ομάδα δημιούργησε το Ισλαμικό Κράτος του Ιράκ και της Συρίας (ISIS), με νόμους που βασίζονται στα θρησκευτικά κείμενα του Ισλάμ, σχηματίζοντας ένα νέο Χαλιφάτο, που χρηματοδοτείται επίσης από τις ΗΠΑ. Οι στασιαστές από το μέτωπο Αλ Νούσρα (παρακλάδι της Αλ Κάιντα στη Συρία) και από το ISIS είναι συνδεδεμένοι με τις παραστρατιωτικές δυνάμεις που εκπαιδεύονται και χρηματοδοτούνται από τη δυτική στρατιωτική συμμαχία για τον εμφύλιο πόλεμο στη Συρία. Όχι από σύμπτωση, χώρισαν με την Αλ Κάιντα για τη συγκέντρωση στον σχηματισμό αυτού του κράτους που εμπεριέχει την Βορειο-ανατολική Συρία και σχεδόν όλες τις περιοχές της Σουνίτικης αραβικής πλειοψηφίας του Ιράκ.
Επομένως, ας καταστήσουμε πολύ σαφές ότι το Ισλαμικό Κράτος είναι το κουτάβι του Βορειο-αμερικάνικου ιμπεριαλισμού. Γι’αυτό τον λόγο, είναι σωστό όταν η τουρκική οργάνωση Επαναστατική Αναρχική Δράση (DAF) επιβεβαιώνει ότι: «Ασπόνδυλα κράτη των οποίων η μόνη προσδοκία είναι τα εσοδα, θα ίδρυαν το ΙΚ χθες, μετανοώντας γι’αυτό σήμερα, και αναγνωρίζοντας το ΙΚ αύριο. Και οι λαοί θα μάχονται πάντα για το μέλλον και την ελευθερία τους, ακριβώς όπως στο παρελθόν.» Αυτή η φράση αποσαφηνίζει ακριβώς τo ιμπεριαλιστικό θέατρο στην περιοχή της Μέσης Ανατολής τις τελευταίες δεκαετίες, υποστηρίζοντας αντικρουόμενους ηθοποιούς, «καλές» ολιγαρχίες ενάντια σε «κακές» ολιγαρχίες, μηχανορράφους πραξικοπημάτων εναντίον δημοκρατικών κυβερνήσεων, και τροποποιώντας αυτούς τους ορισμούς σύμφωνα με τα πολιτικά τους συμφέροντα.
Η ίδρυση του ISIS, του Χαλιφάτου, είναι αναπόσπαστη από την αντζέντα των ΗΠΑ, για τον τεμαχισμό του Ιράκ και της Συρίας σε δύο πιο χωρισμένες επικράτειες: μια Σιίτικη Αραβική Δημοκρατία και τη Δημοκρατία του Κουρδιστάν (με αστικό και φιλο-ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα). Αυτό το πρότζεκτ υπολογίζει στην υποστήριξη των ισραηλινών και στις δικτατορίες και τις απόλυτες μοναρχίες του Κουβέιτ, του Κατάρ, της Σαουδικής Αραβίας και των Εμιράτων.
Η τωρινή Περιφερειακή Κυβέρνηση του Κουρδιστάν (KRG), γνωστή επίσης ως Ιρακινό Κουρδιστάν, εξυπηρετεί αυτή την γεωπολιτική ατζέντα και υποστηρίζεται από τις ΗΠΑ και το κράτος του Ισραήλ. Η KRG ελέγχεται , μέσω εκλογών, από τρία κουρδικά δεξιά κόμματα και διατηρεί μια πολιτική υποτήριξης στις πολυεθνικές εταιρίες που εκμεταλλεύονται αυτή την περιοχή με τεράστια αποθέματα πετρελαίου. Οι πολιτικές δυνάμεις της κουρδικής μπουρζουαζίας που ελέγχει αυτή τη στιγμή το Ιρακινό Κουρδιστάν συνεργάστηκε στη μάχη ενάντια στο PKK και στον ανταρτοπόλεμο, φτάνοντας σε σύγκρουση κατά την αρχή της δεκαετίας του 1990.
Ο τρέχων εμφύλιος πόλεμος στη Συρία, ξεκίνησε το πρώτο εξάμηνο του 2011 με τη μορφή μεγάλων διαδηλώσεων στους δρόμους, και σε μερικούς μήνες πήρε τον χαρακτήρα της ένοπλης σύρραξης, απέκτησε τοπικό και παγκόσμιο πλαίσιο με την επέμβαση των κυρίων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων (ΗΠΑ, Γαλλία, Γερμανία, Αγγλία, Ρωσία και Κίνα) και ημι-περιφερειακών χωρών σαν την Τουρκία.
Έπειτα από μια απειλή άμεσης επέμβασης στη Συρία από τον πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών Μπαράκ Ομπάμα (Δημοκρατικό Κόμμα), που αποδοκιμάστηκε εκ των προτέρων από το κοινοβούλιο, η ρώσικη κυβέρνηση άρθρωσε μια συμφωνία παράδοσης συριακών χημικών όπλων με τα Ηνωμένα Έθνη. Επομένως, ο Πούτιν ενδυνάμωσε την θέση του άξονα Μόσχας-Πεκίνου ενάντια στη στρατιωτική επέμβαση που υποστηρίζεται από τους ευρωπαίους ηγέτες, που διευθύνεται από τον “σοσιαλιστή” Φρανσουά Ολάντ και την Άνγκελα Μέρκελ, τον Ομπάμα και την τούρκικη κυβέρνηση του Ερντογάν.
Η συριακή αντιπολίτευση είναι διαιρεμένη μεταξύ ομάδων Σαλαφιστών, Σουνιτών τζιχαντιστών (Ταξιαρχίες Liward al Tawhidi, Ahrar al Cham, Souqour al Cham) που σχημάτισαν το Ισλαμικό Συμβούλιο, των μετριοπαθών ισλαμιστών (Ταξιαρχίες Al Farouk), κουρδικών ομάδων και του Ελεύθερου Συριακού Στρατού (FSA, συνασπισμός πιο φιλοδυτικός), που σχημάτισαν το Συριακό Εθνικό Συμβούλιο. Στην αρχή του 2014 σχηματίστηκε η Επιτροπή Εθνικού Συντονισμού για τη Δημοκρατική Αλλαγή, ο οποίος διαπραγματεύεται με τις δυτικές δυνάμεις και με την Αραβική Λίγκα.
Αντιθέτως σε ό,τι πολλοί είχαν πει, η ριζοσπαστικοποίηση του ταξικού αγώνα στην Βόρειο Αφρική και τη Μέση Ανατολή, μέσω των λαϊκών εξεγέρσεων, όχι μόνο δεν οδήγησε σε “δημοκρατικές επαναστάσεις”, αλλά χρησιμοποιήθηκε για να χειροτερέψει τις συνθήκες διαβίωσης, αυξάνοντας τη μιζέρια και την εξουσιαστικότητα, αφήνοντας χώρο στην υποκρισία φονταμενταλιστικών στρατιωτικών ομάδων και σε ακόλουθα στρατιωτικά πραξικοπήματα και εθνοτικές συρράξεις. Σήμερα υπάρχουν πάνω από 300 χιλιάδες πρόσφυγες του εμφυλίου πολέμου. Επιπλέον, σύμφωνα με δεδομένα από το Συριακό Παρατηρητήριο για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα (SOHR), πάνω από 200 χιλιάδες άνθρωποι πέθαναν ήδη από την αρχή των συγκρούσεων το 2011. Οι θάνατοι αυξάνονταν χρόνο με τον χρόνο, και το 2014 έφτασαν τους 76.012 ανθρώπους, με αψηλά ποσοστά θανάτων παιδιών και πολιτών γενικά. Ένας από τους βασικούς λόγους που οι εξεγέρσεις της Βορείου Αφρικής είχαν αποτύχει είναι η συντηρητική-θρησκευτική κυριαρχία στην κατεύθυνση των αντιπολιτεύσεων (οι οποίες επανεγκαθίδρυσαν νέες ολιγαρχίες μέσα στο πλαίσιο κυριαρχίας της κρατικής εξουσίας) και η απουσία μαζικών επαναστατικών οργανώσεων ικανών να αμφισβητήσουν τα θεμέλια αυτής της εξουσίας της εκμετάλλευσης και καταπίεσης εις βάρος των λαών.
Οι αντιπαραθέσεις στην πορεία τόσο του Ιράκ όσο και της Συρίας εντάσσονται σε ένα παιχνίδι οικονομικών και πολιτικών συμφερόντων των κεντρικών χωρών και των περιφερειακών δυνάμεων (όπως η Τουρκία και το Ιράν). Υπάρχουν σκληρές ενεργειακές αντιπαραθέσεις γύρω από την προμήθεια αερίου για την Ευρώπη. Εν τέλει, υπάρχουν πολιτικές αντιπαραθέσεις για τον έλεγχο της Βορείου Αφρικής, της Μέσης Ανατολής και της Κεντρικής Ασίας.
Γι’ αυτό, η αστάθεια στην περιοχή που προκλήθηκε από την πτώση της δικτατορικής κυβέρνησης του Μπασάρ Αλ Άσαντ, μπορεί να προκαλέσει προβλήματα στο Ισραήλ, λόγω της δράσης φονταμενταλιστικών ισλαμικών ομάδων, ακόμα και στο Ιράν, που επιζητά να εγκαθιδρύσει νέες σχέσεις με τις παγκόσμιες δυνάμεις. Αλλά για την Κίνα, τη Ρωσία, τις ΗΠΑ και την Ευρωπαϊκή Ένωση εγείρεται η ανάγκη να διατηρήσουν την πολιτική και οικονομική επικυριαρχία στην περιοχή. Ο εργαζόμενος λαός της Συρίας ήταν στα χέρια των δυτικών δυνάμεων, στην αυτοκρατία του Συριακού Μπααθικού Κόμματος και ισλαμικών (όπως το ISIS), στρατιωτικών και εθνικών αστικών παρατάξεων, με την υποστήριξη των σοσιαλιστικών κινημάτων που συνθέτουν την αντιπολίτευση και έχουν συνεργατική-δοσιλογική στάση (προς τους δυτικούς ιμεριαλιστές).
Ωστόσο, ο έλεγχος της περιοχής στα βόρεια της Συρίας, της αποκελούμενης Ροζάβα, από μέρους των κουρδικών επαναστατικών οργανώσεων και των στρατευμένων αγωνιστών στο Κομπάνι, έφερε στο προσκήνιο ένα νέο κοινωνικό υποκείμενο στις γεωπολιτικές συγκρούσεις της περιοχής, τις ένοπλες λαϊκές μάζες.
Ο πόλεμος στο Κομπάνι ενάντια στην τζιχαντιστική εισβολή και η άμυνα της κοινωνικής επανάστασης
Η διαμόρφωση της επικράτειας της Ροζάβα και των πολιτικών και στρατηγικών προκλήσεων της είναι αδιαχώριστα συνδεδεμένη με αυτό το τοπικό και παγκόσμιο πλαίσιο. Οι επιθέσεις στο Κομπάνι δεν άρχισαν πριν τρεις μήνες. Εποφελούμενοι από την ευκαιρία που άνοιξε με τον συριακό εμφύλιο πόλεμο, αρκετές πολιτικο-στρατιωτικές συγκρούσεις εξελίχθηκαν στην περιοχή, από τον Ιούλιο του 2012, μέχρι που οι κουρδικές λαϊκές πολιτοφυλακές αυτοάμυνας , οι YPG – Μονάδες Λαϊκής Προστασίας και οι YPJ – Μονάδες Γυναικείας Προστασίας (θηλυκό κομμάτι των YPG), ελευθέρωσαν την περιοχή που είναι αναγνωρισμένη ως το συριακό κομμάτι του Κουρδιστάν και οργάνωσε μια νέα πολιτική, οικονομία και κουλτούρα.
Πάνω στους λόγους της έναρξης της τοπικής σύγκρουσης, ο Υπουργός Αυτοάμυνας για το Καντόνι του Κομπάνι, Ismet S’ex Hesen, σε μια συνέντευξη, επιβεβαιώνει ότι:
« (…) η μάχη του Κομπάνι συνεχίζεται για περίπου ένα χρόνο και έξι μήνες. Πριν ήταν συνήθως ομάδες σαν το Μέτωπο Αλ Νούσρα και Ahrar-i Sham και άλλες που επιτίθεντο στο Κομπάνι. Το Κομπάνι είναι περικυκλωμένο για ενάμιση χρόνο. Το Κομπάνι έχει στερηθεί τις βασικές του ανάγκες όπως νερό, ηλεκτρισμός και εμπόριο. Η μάχη που σήμερα μπαίνει στον τρίτο της μήνα είναι κομμάτι αυτής της ιστορίας. Δεν βλέπω τις επιθέσεις στο Καντόνι του Κομπάνι σαν μια μάχη με το ISIS. Βλέπουμε το ISIS ως τον πράκτορα μιας διεθνούς συνεργασίας. Αυτός ο πράκτορας έχει συνέταιρους σε πολλά κομμάτια του κόσμου. Έχει συνέταιρους στο Αφγανιστάν, την Κίνα, τη Σαουδική Αραβία, το Σουδάν, την Τουρκία και πολλά άλλα μέρη. Πολλά διαφορετικά κράτη συμμετέχουν σε αυτή την ομάδα. Για παράδειγμα έλαβαν πολλή υποστήριξη από μέρη όπως το Μπααθικό καθεστώς και η Τουρκία. Από ΄κει πήραν το θάρρος να επιτεθούν στο Κομπάνι. »
(πηγή: https://rojavareport.wordpress.com)
Επομένως, σύμφωνα με τον υπουργό αυτοάμυνας, η τωρινή μάχη ενάντια στο Ισλαμικό Κράτος πρέπει να γίνει κατανοητή μέσα σ’ ένα διεθνές πλαίσιο στο οποίο πολλές ομάδες και κράτη παρεμβαίνουν και επιδιώκουν να επωφεληθούν από τη σύρραξη.
Ένα σημαντικό δεδομένο αυτής της σύγκρουσης είναι οι μάχες μεταξύ της συριακής μη-τζιχαντιστικής αντιπολίτευσης πάνω στον εδαφικό έλεγχο του συριακού Κουρδιστάν. Ο Ελεύθερος Συριακός Στρατός (FSA) ευθυγραμμίστηκε με τον Βορειοαμερικάνικο ιμπεριαλισμό, έκανε μάχη με τη Ροζάβα για τρεις μήνες, ηττούμενος από το YPG στο τέλος του 2013, οδηγώντας στην εκεχειρία και την αναγνώριση της κουρδικής επικράτειας από τον FSA. Έτσι, εκτός από τις επιθέσεις που δέχονται από τους τζιχαντιστές του μετώπου Αλ Νούσρα και του Μπααθικού Κόμματος (του Άσαντ), οι κουρδικές λαϊκές πολιτοφυλακές έπρεπε να δώσουν μάχη με την αποκαλούμενη “δημοκρατική αντιπολίτευση” που χρηματοδοτείται από τις ΗΠΑ.
Η Τουρκία του Ερντογάν, με την φιλο-δυτική ισλαμιστική της πολιτική, έχει υπάρξει σημαντικό κομμάτι στην πολιτική διάρθρωση της περιοχής. Σύμμαχος του βορειοαμερικάνικου ιμπεριαλισμού, η τουρκική κυβέρνηση έχει αναπτύξει για χρόνια ένα κυνήγι ενάντια στον κουρδικό λαό και στον αγώνα του PKK και στο Κόμμα Δημοκρατικής Ενότητας (PYD, κουρδικό κόμμα επί του παρόντος σε συριακό έδαφος και το οποίο κατευθύνει τις πολιτοφυλακές YPG/YPJ). Η Τουρκία κατατάσσει, μαζί με τις ΗΠΑ και την Ευρωπαϊκή Ένωση, τις οργανώσεις για την κουρδική ελευθερία ως τρομοκρατικές.
Ο ρόλος που παίχτηκε από την Τουρκία σε αυτή τη σύγκρουση είναι πάρα πολύ σημαντικός. Η Ροζάβα είναι μια περιοχή που σήμερα δέχεται επίθεση από τη μία πλευρά από το ISIS και στις οπισθοφυλακές της έχει σύνορα με την Τουρκία. Πριν από την αρχή αυτής της σύγκρουσης μεταξύ των κουρδικών πολιτοφυλακών και του Ισλαμικού Κράτους, τα σύνορα με την Τουρκία ήταν ήδη σημαντικά μέσα διάβασης των εμπόρων όπλων, εξοπλισμού και προσωπικού για τους τζιχαντιστές, όλα αυτά με την υποστήριξη του “μετριοπαθούς” ισλαμισμού του Ερντογάν. Κατά την εκκίνηση του συριακού εμφυλίου πολέμου και με τα μεγάλα πλήθη προσφύγων που μετακινούνταν για να διαφύγουν μακρυά από τον πόλεμο, ο Ερντογάν δοκίμασε την τακτική του ανοίγματος της μεθορίου για την εθνοτική κονιορτοποίηση και τον υπερπληθυσμό της περιοχής του συριακού Κουρδιστάν. Τακτική που απέτυχε.
Με την έναρξη των επιθέσεων του Ισλαμικού Κράτους εναντίον του Κομπάνι (ενός από τα καντόνια της Ροζάβα), η πολιτική της Τουρκίας ήταν να κλείσει τα σύνορα για την υποστήριξη, απαγορεύοντας το πέρασμα ανθρώπων και εξοπλισμού για την αντίσταση στο Κομπάνι. Εν τω μεταξύ, τα τουρκικά σύνορα παραμένουν ανοιχτά για τους τζιχαντιστές δολοφόνους του ISIS. Αυτή η πολιτική υπερφαλαγγίστηκε εν’ μέρει με το πέρασμα εκατοντάδων ανθρώπων, μεταξύ ενωτιστών, κομμουνιστών, αναρχικών και γενικότερα αλληλέγγυων, τον Σεπτέμβρη του 2014. Επιπλέον, λόγω απευθείας πιέσεων από τον Βορειοαμερικάνο πρόεδρο Μπαράκ Ομπάμα, ο τούρκος πρωθυπουργός Ερντογάν έπρεπε να αναλάβει περισσότερα μέτρα του δυτικού συνασπισμού κόντρα στο ISIS, μ’ ένα από αυτά να ήταν να επιτρέψει το πέρασμα μαχητών της KRG και του FSA για να υποστηρίξουν την αντίσταση στο Κομπάνι.
Από την αρχή της σύγκρουσης στο Κομπάνι, ο συνασπισμός των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων (Διεθνής Συμμαχία) που έχουν αναλάβει να πολεμήσουν την προέλαση του ISIS, δεν εκτέλεσαν αυτό τον ρόλο όταν σήμαινε να υποστηρίξουν άμεσα τον εξοπλισμό του κουρδικού λαού οργανωμένου στις πολιτοφυλακές YPG. Η πολιτική του ιμπεριαλιστικού συνασπισμού να μην δρα από ξηράς, παρά μόνο μέσω βομβαρδισμών και αεροπορικών επιθέσεων , ήταν δειλή και χλευαστική μπροστά στην αποστολή να δώσουν μάχη με την προώθηση του βαριά οπλισμένου και εξοπλισμένου τζιχαντιστικού στρατού.
Από τα μέσα του Οκτώβρη ο Ομπάμα συμφώνησε με τον Ερντογάν, τον πρόεδρο της Τουρκίας, για μια «αλλαγή προσανατολισμού» που συνίστατο σε σε μια πιο ενεργητική και βαριά δράση υποστήριξης στους κούρδους μαχητές του Κομπάνι. Την 20ή του Οκτώβρη 2014, αεροπλάνα από τις Ηνωμένες Πολιτείες έριξαν 28 κοντέινερ που περιείχαν οπλισμό σε μια περιοχή που ελεγχόταν από τους κούρδους, παρόλο που 2 κατέληξαν να πέσουν σε περιοχή ελεγχόμενη από τους τζιχαντιστές και ένα από αυτά να καταστραφεί από τις κουρδικές πολιτοφυλακές.
Την προηγούμενη μέρα, την 19η Οκτώβρη, είχε παρουσιαστεί επίσημο ανακοινωθέν από τη Γενική Διοίκηση των YPG, που επιβεβαίωνε την πολιτικο-στρατιωτική συμφωνία με τον Ελεύθερο Συριακό Στρατό (FSA), σύμμαχο των ΗΠΑ. Ακολουθώντας αυτόν τον προσανατολισμό, η Τουρκία άφησε τα σύνορα ελεύθερα για το πέρασμα μαχητών Πεσμεργκά (στρατιωτικές δυνάμεις της Περιφερειακής Κυβέρνησης του Κουρδιστάν – KRG, του ιρακινού Κουρδιστάν). Ωστόσο, όπως ήταν αναμενόμενο, η συνοριακή πολιτική της Τουρκίας σε σχέση με την επαναστατική αριστερά, ειδικά το PKK, περέμεινε απαράλλαχτη.
Επομένως, πρέπει να κατανοήσουμε το πολεμικό σενάριο του πολέμου στο Κομπάνι. Από τη μία πλευρά του μετώπου μάχονται οι συμμαχικές δυνάμεις των YPG, FSA και Peshmerga, από την άλλη πλευρά μάχεται το ISIS. Ωστόσο, εντός των συνασπισμένων δυνάμεων του Κομπάνι υπάρχουν συμφέροντα στην υποβόσκουσα γεωπολιτική σύγκρουση. Τόσο ο FSA όσο και οι Πεσμεργκά είναι περιφερειακοί και στρατιωτικοί αντιπρόσωποι της ιμπεριαλιστικής μπουρζουαζίας. Η συμμαχία αυτού του τομέα στην αντίσταση του Κομπάνι είναι κυνική και οπορτουνίστικη, όπως και η υποστήριξη από τις ΗΠΑ και την Τουρκία. Οι κουρδικές λαϊκές πολιτοφυλακές αντιμετώπισαν ήδη όλους τους πράκτορες που σήμερα ανακηρύσσουν εαυτούς συμμάχους ενάντια στο ISIS. Και για την Τουρκία είναι ξεκάθαρο: η νίκη του φονταμενταλιστικού τερρορισμού είναι προτιμότερη από τη νίκη των “τρομοκρατών” της Ροζάβα. Για τις ΗΠΑ η κατάσταση δεν είναι διαφορετική. Ωστόσο, ούτε το ISIS είναι αποδοτικό στις απαιτήσεις του ιμπεριαλισμού για τη Βόρειο Αφρική και τη Μέση Ανατολή, ειδικά σε ότι αφορά την ηγεμονία και συμμαχία με το κράτος του Ισραήλ.
Σε αυτό το πλαίσιο, η υποστήριξη του Διεθνούς Συνασπισμού και των στρατιωτικών παρατάξεων του FSA και των Πεσμεργκά έχει μια στρατηγική βαρύτητα για την ιμπεριαλιστική μπουρζουαζία. Τα κράτη σκοπεύουν να αμφισβητήσουν την κατεύθυνση της αντίστασης και να ενισχύσουν τις θέσεις τους στα εδάφη του Κομπάνι ώστε, σε σύντομο χρόνο, να θέσουν ένα τέλος στις πολιτικές και οικονομικές κατακτήσεις των λαϊκών μαζών της Ροζάβα. Εν τέλει, στο συριακό έδαφος που απελευθερώθηκε από τους κούρδους υπάρχουν επίσης μεγάλες δεξαμενές πετρελαίου.
Αυτή η συζήτηση, πάνω στον πόλεμο της εθνικής άμυνας, ήταν πάντα παρούσα στους αγώνες του προλεταριάτου. Οι εργάτες έχουν βρεθεί αντιμέτωποι με αυτή την κατάσταση σε αρκετές στιγμές, είτε στον Γαλλο-πρωσσικό πόλεμο του 1870-1871 (κατάσταση μέσα στην οποία αναδύθηκε η εργατική και λαϊκή εξέγερση που έχτισε την Παρισινή Κομμούνα), περνώντας από τη Ρωσική Επανάσταση του 1917 και τον αγώνα ενάντια στην εισβολή πάνω από δέκα χωρών στο πλαίσιο του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, ή στη διάρκεια του Ισπανικού εμφυλίου πολέμου μέσα στον οποίο ο αγώνας ενάντια στο φασισμό προσέλαβε διεθνή περιγράμματα που απαιτούσαν μια πολιτική εθνικής άμυνας.
Μπροστά σε αυτά τα συμβάντα, αξίζει να επισημάνουμε εδώ την ιστορική εμπειρία, την πολιτική και θεωρία των επαναστατών αναρχικών: ο Μιχαήλ Μπακούνιν και η Συμμαχία, οι Μαχνοβτσίνα και η ομάδα Dielo Trouda, o Jaime Balius και η ομάδα Φίλοι του Ντουρρούτι. Όλοι αυτοί οι αναρχικοί υπερασπίστηκαν μια πορεία πολιτικής ανεξαρτησίας του προλεταριάτου ως ένα σημαντικό κομμάτι για τη νίκη, όχι μόνο της επανάστασης, αλλά επίσης του αντι-ιμπεριαλιστικού πολέμου, με άλλα λόγια, υπερασπίστηκαν το αδιαχώριστο των δυο σφαιρών (εθνική – διεθνής) της κοινωνικής σύγκρουσης. Σύμφωνα με τον Μπακούνιν στα Γράμματά του σχετικά με την κατάσταση του Γαλλο-πρωσσικού πολέμου:
« Δεν πρέπει να υπολογίζει κανείς στη μπουρζουαζία (…) Οι αστοί δεν μπορούν να δουν, δεν μπορούν να αντιληφθούν τίποτα πέρα από το κράτος, έξω από τα συνηθισμένα μέσα του κράτους. Το μέγιστο των ιδανικών τους, της φαντασίας τους, της απάρνησής τους, και του ηρωισμού τους, είναι η επαναστατική υπερβολή της ισχύος και της δράσης του κράτους, στη θέση της δημόσιας σωτηρίας. Όμως έχω επαρκώς καταδείξει ότι το κράτος αυτή την ώρα και στις παρούσες συνθήκες – με τους Μπισμαρκικούς στο εξωτερικό και τους Βοναπαρτιστές στο εσωτερικό -, μακριά από το να είναι ικανό να σώσει τη Γαλλία, δεν μπορεί να κάνει τίποτα περισσότερο από να τη νικήσει και να τη σκοτώσει.
Μπροστά στον θανάσιμο κίνδυνο έσωθεν και έξωθεν, η Γαλλία μπορεί να σωθεί μόνο από μια αυθόρμητη, ασυμβίβαστη, παθιασμένη, αναρχική, και καταστροφική εξέγερση των μαζών του λαού σε όλη τη Γαλλία. Να είστε σίγουροι: χωρίς αυτήν, δεν υπάρχει σωτηρία για τη χώρα σας. » (Μπακούνιν, σσ. 112-113)
Η θεωρητική ανάπτυξη του Μπακούνιν αναφορικά με τις συνέπειες του πολέμου εθνικής άμυνας σε μια περίοδο παρακμής και αντεπαναστατικής στροφής του αστικού φιλελευθερισμού, όπου το κύριο συμφέρον της μπουρζουαζίας είναι η διατήρηση του κράτους και η παραμονή της εκμετάλλευσης της εργασίας είναι ξεκάθαρη και θεμελιακή. Η άμυνα της χώρας που καθίσταται αποικία ή θύμα ιμπεριαλιστικής εισβολής απαιτεί μια αυτόνομη δράση του προλεταριάτου. Αυτή η αυτόνομη δράση, μαζικοποιημένη, οργανωμένη σε ένοπλη λαϊκή αντίσταση (είτε αυτή είναι στη μορφή πολιτοφυλακών ή επαναστατικού στρατού), για να εκφράσει αληθινά την δυνατότητα και των κοινωνική της δύναμη, πρέπει να μην καθοδηγείται από τα πολιτικά ιδανικά του πατριωτισμού και του μεγαλείου του κράτους το οποίο εμψύχωσε την αστική τάξη στο παρελθόν, αλλά από τα διεθνιστικά ιδανικά και από την πρακτική οικοδόμηση του σοσιαλισμού και της ελευθερίας. Ο αντι-ιμπεριαλιστικός ή αντιφασιστικός πόλεμος πρέπει να γίνει ο σοσιαλιστικός επαναστατικός πόλεμος. Απλώς έτσι είναι δυνατό να νικήσουμε όχι μόνο έναν συγκεκριμένο φασισμό/ιμπεριαλισμό, αλλά να προωθήσουμε αποφασιστικά τον παγκόσμιο αγώνα για τη χειραφέτηση του προλεταριάτου.
Από αυτόν τον μπακουνικό θεωρητικό συλλογισμό μπορούμε να φτάσουμε σε κάποια συμπεράσματα για να κατανοήσουμε τον πόλεμο στο Κομπάνι. Η στρατιωτική υποστήριξη προερχόμενη από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, όσο μεγάλη και αν ήταν (αλλά δεν ήταν), δεν έχει καμία σχέση με τα συμφέροντα της απεέυθέρωσης του κουρδικού λαού ή της Μέσης Ανατολής από τον ζυγό του απολυταρχισμού και της εκμετάλλευσης. Και δεν θα είναι αυτή η υποστήριξη που θα εγγυηθεί την κουρδική νίκη. Αυτό που οι ΗΠΑ, ή οποιοδήποτε καπιταλιστικό κράτος, στοχεύει με τη μάχη ενάντια στο ΙΚ είναι να χειραγωγήσει τον συριακό εμφύλιο πόλεμο στα συμφέροντά τους και να αναμορφώσουν τη γεωπολιτική της Βορείου Αφρικής και της Μέσης Ανατολής. Σίγουρα είναι επίσης κίνδυνος για τον ιμπεριαλισμό να εξοπλίσει τις λαϊκές πολιτοφυλακές του Κομπάνι, εάν δεν μπορεί να ελέγξει ή να αδρανοποιήσει αυτή την επαναστατική δύναμη. Αυτή είναι η συμαντικότητα του FSA και της KRG ως μέσα εσωτερικής αμφισβήτησης προς το συμφέρον της μπουρζουαζίας.
Κουρδικός απελευθερωτικός αγώνας: φεντεραλισμός ή κρατισμός;
« Μη όντας προσδεμένη στη γη, η αστική τάξη, ως το κεφάλαιο του οποίου είναι σήμερα αληθινή και ζωντανή ενσάρκωση, δεν έχει έθνος. Το έθνος της είναι οπουδήποτε το κεφάλαιο της αποφέρει μεγαλύτερα κέρδη. Η κύρια ανησυχία της, για να μην πω η μοναδική, είναι η επικερδής εκμετάλλευση της εργασίας του προλεταριάτου. Από αυτή την οπτική, όταν αυτή η εκμετάλλευση προχωρεί ανενόχλητα, όλα είναι τέλεια, και, αντιθέτως, όταν διακόπτεται, όλα είναι απαίσια. Επομένως, δεν μπορεί να έχει άλλη ιδέα πέρα από το να κινητοποιεί, με όλα τα δυνατά μέσα, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει να είναι επαίσχυντα, σημαίνει την παρακμή και την υποταγή της ίδιας της της χώρας. Και, μολαταύτα, η αστική τάξη έχει την ανάγκη του πολιτικού έθνους, του κράτους, για να εγγυάται τα αποκλειστικά της συμφέροντα σε αντίθεση με τις νομιμοποιημένες και όλο και περισσότερο απειλητικές απαιτήσεις του προλεταριάτου. »
(Μιχαήλ Μπακούνιν, Γράμματα, σ.197)
Αυτό που είπαμε και στην αρχή ετούτης της προκύρηξης, είναι ότι οι Κούρδοι έχουν πειραματιστεί πάνω σε μια μακρά ιστορία αγώνα. Όντας αποκλεισμένοι από τις διαπραγματεύσεις και προδομένοι από την συνθήκη της Λωζάννης του 1923, αφού τους είχε ταχθεί αυτόνομο κράτος από τους συμμάχους του 1ου παγκοσμίου πολέμου μετά τον καταμερισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι κούρδοι τότε χωρίστικαν και από τότε είναι διάσπαρτοι στα κράτη της Τουρκίας, Ιράκ, Συρίας και Ιράν. Αποτελούν έτσι την μεγαλύτερη εθνική μοιωνότητα χωρίς δικό της κράτος, καταπιεζόμενη από διάφορα κράτη. Πρέπει να σημειώσουμε ότι και άλλοι άνθρωποι μαζί με τους κούρδους βιώνουν την εθνική και φυλετική καταπίεση μέσα σε αυτά τα κράτη.
Σύμφωνα με τον Αμοντουλαχ Οτσαλάν, το Κουρδικό Εργατικό Κόμμα (ΡΚΚ) ιδρύθηκε το 1978 στην Τουρκία υπό τον θεωρητικό και πολιτικό προσανατολισμό του Μαρξισμού-Λενινισμού. Το ΡΚΚ είναι μέχρι σήμερα η κύρια οργάνωση υπεράσπισης των Κούρδων στην περιοχή. Η υπεράσπιση της Σοβιετικής Ένωσης και της διεθνούς κομμουνιστικής γραμμής των ημι-φεουδαρχικών και ημι-αποικιοκρατούμενων περιοχών κατά τις δεκατίες του 1970 και 1980 ήταν μέσα στα πλαίσια του ψυχρού πολέμου και της διπολικότητας σε παγκόσμιο επίπεδο. Η αρχή του ένοπλου αγώνα, μέσα από το ανταρτοπόλεμο, έγινε το 1984 και είχε σαν στρατηγικό στόχο την υπεράσπιση της εθνικής απελευθέρωσης, μέσα από τον σχηματισμό ενός ανεξάρτητου κουρδικού κράτους. Μετά και την πτώση της Ε.Σ.Σ.Δ. το ΡΚΚ προσεγγίζει τον διεθνή μαοϊσμό.
Ο σχηματισμός του ΡΚΚ συνέβη σε μια περίοδο τη δεκαετία του ’70 όπου αναδύθηκε η ιδέα περί εθνικής ταυτότητας την οποία υπερασπιζόταν ένα νέο φοιτητικό κίνημα με αριστερές ιδέες. Αυτό το κίνημα χτυπήθηκε από τη γέννησή του όχι μόνο από το τουρκικό κράτος, αλλά και από την τουρκική αριστοκρατία που απειλούταν από μία νέα κουρδική εθνική ταυτότητα με λαϊκά χαρακτηριστικά, η οποία αμφισβητούσε την φεουδαρχική «παραδοσιακή» εθνική ταυτότητα των αριστοκρατών.
Στη διάρκεια του πολέμου στο Ιράκ το 1991, υπήρξε μια σημαντική εξέλιξη στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα των Κούρδων. Οι ΗΠΑ υποστηρίξανε τον σχηματισμό μιάς ιρακινής κουρδικής κυβέρνησης ηγούμενη από την αστική και φιλο-ιμπεριαλιστική κουρδική αριστοκρατία. Ετούτη η υποστήριξη από τις ΗΠΑ από τη δεκαετία του ’90 θα φέρει αυτό που τώρα λέγεται KRG (Κουρδική Περιφερειακή Κυβέρνηση) και βρίσκεται στο βόρειο Ιράκ. Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, η KRG κυβερνάται από τρία κόμματα της κουρδική δεξιάς, με κοινοβουλευτικές εκλογές, και κατέχει στην περιοχή της τεράστια αποθέματα πετρελαίου που είναι προς εκμετάλλευση από πολυεθνικές. Το ιρακινό κουρδιστάν αναφέρεται στα δυτικά ΜΜΕ ως «πολιτισμένο, σύγχρονο, δημοκρατικό». Ο ανταγωνισμός με το ΡΚΚ είναι εμφανής και φτάνει μέχρι και τις άμεσες εχθροπραξίες ανάμεσα σ’ αυτές τις πολιτικές δυνάμεις.
Ωστόσο, πριν κάποια χρόνια προέκυψε μια σημαντική εξέλιξη στο κουρδικό απελευθερωτικό κίνημα. Με τη σύλληψη του ιδρυτή και ηγέτη του ΡΚΚ, Αμπντουλάχ Οτσαλάν, γεγονός που έφερε και την καταδίκη του σε θάνατο από το τουρκικό κράτος για το έγκλημα της έσχατης προδοσίας (καταδίκη που μετατράπηκε σε ισόβια κάθειρξη), αυτός άνοιξε μια διαδικασία αυτοκριτικής σχετικά με τις γενικές αντιλήψεις πάνω στις οποίες εξελισσόταν ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας των κούρδων. Μέσα από αυτή τη διαδικασία προέκυψε η θέση του για τον Δημοκρατικό Συνομοσπονδισμό.
Ο Δημοκρατικός Συνομοσπονδισμός βασίζεται στην αυτοδιοίκηση των μαζών, μέσα από αποκεντρωμένες οργανώσεις βάσης οι οποίες συγκλίνουν από τα κάτω προς τα πάνω σχηματίζοντας την κεντρική οργάνωση. Η αυτονομία και η ισότητα στα δικαιώματα μεταξύ διαφορετικών ανθρώπων και εθνο-πολιτισμικών ομαδοποιήσεων συμπληρώνεται και από την θρησκευτική ελευθερία και την ισότητα των φύλων. Το σημαντικότερο είναι ότι τέτοια ισότητα στα δικαιώματα και στην πραγματικότητα (με χειροπιαστά όργανα και τόπους για την εξάσκηση της λαϊκής δύναμης), έχει φανεί πολύ πιο προχωρημένη και πραγματική σε αυτή τη γωνιά της Μέσης Ανατολής απ’ότι σε οποιοδήποτε σύνταγμα, των δυτικών, «φιλελεύθερων» χωρών, που όσο όμορφό είναι, άλλο τόσο άχρηστο και απατηλό.
Αυτή η νέα πολιτικοστρατηγική γραμμή του ΡΚΚ και του κουρδικού εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος είναι πάνω απ’όλα μία αυτοκριτική της κρατιστικής και βιομηχανιστικής γραμμής του διεθνούς μαρξισμού, όπου το κλασσικό μοντέλο του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα συγκλίνει στον σχηματισμό ενός ισχυρού και ανεξάρτητου έθνους-κράτους με στόχο την βιομηχανική και οικονομική ανάπτυξη με καπιταλιστικούς όρους, ως ενδιάμεσο βήμα προς τον σοσιαλισμό. Προκύπτει ότι η ιστορική μοίρα των “λαϊκών δημοκρατιών” και των αστικο-δημοκρατικών επαναστάσεων του 20ου αιώνα, παρότι ήταν σημαντικά σχολεία για το παγκόσμιο προλεταριάτο, ήταν η ανάπτυξή τους προς την αποκατάσταση της εκμετάλλευσης των εργατικών μαζών από νέες κυρίαρχες τάξεις και γραφειοκρατίες. Το προλεταριάτο που συμμετείχε ενεργά κι ακόμα, καθοδήγησε αυτές τις επαναστάσεις του 20ου αιώνα, δοκίμασε σημαντικές νίκες (Βιετνάμ, Κίνα, Νικαράγουα) καθώς και γι’αυτό το λόγο, ιστορικές ήττες.
Η υπεράσπιση μιας πολιτικά ομόσπονδης, πολιτισμικά φεμινιστικής και πολυ-εθνοτικής επανάστασης, πρέπει να συνοδεύεται από ένα οικονομικό πρόγραμμα κοινωνικοποίησης των μέσων παραγωγής-διανομής-κατανάλωσης υπό τον έλεγχο των εργατικών μαζών. Σε αυτή την κοινωνική επανάσταση δεν υπάρχει κάποιο στάδιο που καθορίζεται από τη δράση του κράτους/κόμματος, από τα πάνω προς τα κάτω. Πόσο μάλλον το ενδιάμεσο στάδιο του σχηματισμού πρώτα ενός βιομηχανικού κράτους-έθνους για να γίνει μετά διεθνιστικό και σοσιαλιστικό. Εδώ έγγειται η ιστορική σημασία της εμπειρίας στην Ροζάβα και το επαναστατικό δυναμικό αυτού του αγώνα, με άλλα λόγια, η δυνατότητα που χαράζεται όχι για την δημιουργία ενός κουρδικού έθνους-κράτους αλλά για την υπέρβαση του κρατιστικού μοντέλου, για την αυτοδιεύθυνση των λαών και έτσι άρρηκτα με τον παγκόσμιο επαναστατικό αγώνα.
Η «κατάπαυση πυρός» με το τουρκικό κράτος πριν δυο χρόνια και η προαάσπιση της ενδυνάμωσης των αυτόνομων και απελευθερωμένων περιοχών είναι αποτέλεσμα αυτής της νέας γραμμής του ΡΚΚ. Όπως φαίνεται, και δεδομένου των εξελίξεων στη Ροζάβα, δεν πρόκειται για την υιοθέτηση μιας πασιφιστικής ή αστικοδημοκρατικής γραμμής. Γι’ αυτό, η κατάπαυση πυρός πρόσφατα διαρρήχθηκε από το τουρκικό κράτος με την επίθεση κατά των βάσεων του ΡΚΚ στις 14 Οκτώβρη 2014. Όπως και να ‘χει πρέπει να αναλύσουμε την εξέλιξη των γεγονότων, τις πολιτικές των συμμαχιών κ.α. Ούτως ή άλλως η επανάσταση στη Ροζάβα δεν εξαιρείται από αντιφάσεις και διαμάχες.
Είναι σημαντικό να σημειώσουμε ότι δεν είναι η πρώτη φορά που γίνεται ρήξη ή αναθεώρηση του μαρξισμού στην κατεύθυνση του ομοσπονδισμού στα πλαίσια αντι-αποικιοκρατικών αγώνων. Στα τέλη του 20ου αιώνα οι γκεβαρικές ομάδες στο Μεξικό αναθεώρησαν την γραμμή τους, προσαρμόζοντας την στις συνθήκες ζωής των λαών χωρίς κράτος στο νότιο Μεξικό, διαδικασία απ’την οποία γεννήθηκε ο σύγχρονος Ζαπατισμός με τον Ζαπατιστικό Στρατό για την Εθνική Απελευθέρωση (EZLN). Όπως και οι κούρδοι, οι ιθαγενείς χωρίς κράτος στο Νότιο Μεξικό, που έχουν αποικηθεί και καταπιεστεί από διάφορα κράτη, δημιούργησαν μια νέα πρακτική αγώνα και εδαφικής απελευθέρωσης. Ένα ακόμη διαφωτιστικό παράδειγμα ήταν η Παρισινή Κομμούνα, όπου οι κρατιστές δημοκράτες παραιτήθηκαν της πρακτικής τους υπέρ μιάς ομοσπονδοιακής πρακτικής, δίνοντας έτσι τη δυνατότητα να αναδυθεί ένα νέο αντικρατικό επαναστατικό μοντέλο.
Ο διάλογος και η μάχη των τάσεων μέσα στην αριστερά και στο διεθνές αναρχικό κίνημα
Από την αρχή του πολέμου ενάντια στο Ισλαμικό Κράτος στο Κομπάνι, διάφορες οργανώσεις ανά το κόσμο (κομμουνιστικές, σοσιαλδημοκρατικές και αναρχικές) τοποθετήθηκαν από διαφορετικές θέσεις. Η μη τοποθέτηση είναι και αυτό μια θέση, συνήθως δειλή. Μία μαχητική θέση, που αναπτύσσεται σε διεθνιστική αλληλεγγύη, είναι μείζονος σημασίας για το λόγο ότι οι εξεγέρσεις και οι επαναστάσεις έχουν αιτίες και συνέπειες που ξεφέυγουν από του γεωγραφικούς τόπους όπου πραγματοποιόυνται. Πρέπει να κατανοήσουμε ότι ο αγώνας για την κοινωνική επανάσταση στη Ροζάβα είναι μέρος μιας μακράς πορείας διδαγμάτων και προοδευτικής εξέλιξης της εργατικής τάξης και ότι είναι καθήκον της επαναστατικής οργάνωσης να δράσει χωρίς ενδοιασμούς για την υπεράσπισή της και για την νίκη της.
Η αποστασιοποίηση και η αδιαφορία της διεθνούς αριστεράς απέναντι στην επανάσταση στην Ροζάβα, αφορά ειδικά την προϋπάρχουσα συνεργασία των σταλινικών, των τροτσκιστών και των σοσιαλοδημοκρατών. Φέρονται σαν τα διεθνή αστικά ΜΜΕ και τις κυβερνήσεις, επικαλλούμενοι την άγνοια για το τι συμβαίνει εκεί και απομονώνοντας και υποτιμώντας τον αγώνα του κουρδικού λαού. Αυτό συμβαίνει απλά γιατί δεν βρίσκονται ούτε στην κατεύθυνση ούτε στο πεδίο της μάχης της λαϊκής επανάστασης στην περιοχή. Μη μπορώντας να πάρουν μέρος στον αγώνα και να θέσουν το ζήτημα της προοπτικής του από μια τέτοια σκοπιά, (λόγω των ρεφορμιστικών μεθόδων και των παραδόσεων τους που δεν ταιριάζουν σ’αυτή την πραγματικότητα), «κατηγορούν» το ΡΚΚ για σταλινισμό και ξεπέφτουν στον πιο πούρο ιδεαλισμό, βάζοντας την δική τους ηθικοπολιτική κρίση πάνω από την ανάλυση της πραγματικής διαδικασίας και των αντιφάσεών της. Όμως αυτή η στάση, είτε της αποστασιοποίησης είτε της υποτίμησης του αγώνα αποτελεί μία μόνο κυνική έκφραση της ρεφορμιστικής και γραφειοκρατικής αριστεράς.
Ο διάλογος που έχει ανοίξει σε διεθνές επίπεδο για τον πόλεμο στο Κομπάνι παρουσίασε τουλάχιστον δύο υποκριτικές ερμηνευτικές τάσεις. Η πρώτη αφορά τα κόμματα και τις οργανώσεις που καιρό τώρα χαιρετίζουν την “συριακή αντιπολίτευση”, όπως αποκαλείται, του Συριακού Εθνικού Μεταβατικού Συμβουλίου (SNC) και του Ελεύθερου Συριακού Στρατού (FSA) και δεν είναι τυχαίο ότι άρχισαν να υποστηρίζουν πιο ένθερμα τον αγώνα στο Κομπάνι μετά την σύμπραξη των YPG πολιτοφυλακών με το FSA. Σύμφωνα με το PSTU (βραζιλιάνικη παράταξη του IWLfi), «(…) η πολιτικοστρατιωτική ενότητα μεταξύ των κούρδων μαχητών και των σύριων αράβων ανταρτών δεν είναι απλά προοδευτική, αλλά και κατά την άποψή μας απαραίτητη για την νίκη και στον αγώνα για την ανατροπή του δικτατορικού καθεστώτος του Άσσαντ αλλά και στον αγώνα για ένα ανεξάρτητο κράτος για ολόκληρο το κουρδικό έθνος». Μια τέτοια θέση υπερασπίζονται όχι μόνο το PSTU αλλά και τάσεις του PSOL και άλλα ρεφορμιστικά κόμματα της Βραζιλίας και της Ευρώπης. Πίσω από την σημαία του προοδευτισμού αποκαλύπτεται ότι στα τεκτενόμενα της γεοπολιτικής σύγκρουσης, στηρίζουν την φιλο-ιμπεριαλιστική αστική πολιτική.
Επίσης, η τροτσκιστική θέση αναδεικνύει δύο παραμέτρους στην αντίσταση στο Κομπάνι: 1. τον σχηματισμό έθνους-κράτους (και τον λόγο του Παν-Κουρδισμού), ή αλλιώς την ενοποίηση όλων των κουρδικών πλυθησμών κάτω από την συγκεντρωτική εξουσία του κράτους. 2. την υποταγή στην βορρειοαμερικάνικη πολιτική για την Μέση Ανατολή. Δηλαδή την καθυπόταξη της επανάστασης στη Ροζάβα μέσα από την συμμαχία με την φιλο-ιμπεριαλιστική κουρδική αστική τάξη στο ιρακινό κουρδιστάν. Αυτή είναι η παλιά μαρξιστική ρεφορμιστική πολιτική και σ’αυτή την περίπτωση ταιριάζει απόλυτα με τα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα στη περιοχή.
Ο Ρώσος αναρχικός Μπακούνιν, όταν πολέμησε στην Γαλλία ενάντια στην εισβολή των Πρώσων το 1870-1871, είχε ήδη τοποθετηθεί σε σχέση με τις πολιτικές μέρους της αριστεράς η οποία στήριζε την κατεύθυνση της ρεπουμπλικάνικης αστικής τάξης, στο όνομα της εθνικής ενότητας και δύναμης. Ο Μπακούνιν αναφέρεται στην ρεπουμπλικάνικη ριζοσπαστική αριστερά:
« Μήπως η αριστερά αγωνίστηκε για κάτι? Δεν έκανε απολύτως τίποτα. Βλακωδώς αναγνώρισε αυτό το δυσοίωνο ιερατείο στην πιο τρομερή συγκυρία για την Γαλλία που παρουσιαζόταν όχι σαν πολιτικό ιερατείο αλλά ως ιερατείο εθνικής άμυνας.(…) Η ριζοσπαστική αριστερά πίστευε ή φαινόταν να πιστεύει ότι θα μπορούσε κανείς να οργανώσει την άμυνα της χώρας χωρίς να κάνει πολιτική, ότι θα μπορούσε κανείς να δημιουργήσει υλική ισχύ χωρίς να εμπνέεται από καμία ιδέα, χωρίς να στηρίζεται από καμία ηθική δύναμη. (…)
Λόγω πατριωτισμού ή από φόβο μην απονευρώσουν τις υπεράνθρωπες προσπάθειες αυτών των αξιόλογων ανδρών για να σώσουν την Γαλλία, η ριζοσπαστική αριστερά απήχε από κάθε κριτική και κάθε καταγγελία. Ο Γκαμπέτα πίστευε ότι ήταν καθήκον του να απευθύνει θερμούς χαιρετισμούς και να εκφράσει την πλήρη εμπιστοσύνη του στον στρατηγό Παλικάο. Δεν θα έπρεπε ούτως ή άλλως να ‘διατηρήσουν με κάθε κόστος την ενότητα και να αποτρέψουν ολέθριους διαχωρισμούς που μόνο θα ωφελούσαν τους Πρώσσους;’ Τέτοιες ήταν οι δικαιολογίες και τα κύρια επιχειρήματα της αριστεράς, με τα οποία απέκρυπταν όλη την ηληθιότητά τους, την ανικανότητα και την δειλία τους. » (Μπακούνιν, Γράμματα, σ.200)
Η δεύτερη υποκριτική πολιτική γραμμή σχετικά με το Κομπάνι παρουσιάστηκε από αναρχοσυνδικαλιστικές ομάδες στο κείμενο «Ροζάβα: μια αναρχοσυνδικαλιστική οπτική». Ακολούθησαν κάποιες απαντήσεις στο κείμενο και παραπέμπουμε σε μία από αυτές απο την οργάνωση Επαναστατική Αναρχική Δράση (DAF) με τίτλο «Μία απάντηση στο άρθρο ‘Ροζάβα: μια αναρχοσυνδικαλιστική οπτική».
Το αναρχοσυνδικαλιστικό κέιμενο βασίζεται σε ελλειπείς πληροφορίες και σε μια σεχταριστική αντίληψη σχετικά με το κουρδικό απελευθερωτικό αγώνα. Οι καταγγελίες ότι το ΡΚΚ είναι πατριαρχικό, συγκεντρωτικό, εθνικιστικό μεταξύ άλλων, βασίζονται πιο πολύ στο παρελθόν αυτού του κόμματος και σε συκοφαντίες, παρά στο παρόν και στην δυναμική του αγώνα που εκτυλλίσεται στην Ροζάβα. Προσδιορίζουν μια κοινωνική οργάνωση μ’ ένα διαφοροποιημένο σύνολο κοινωνικών ομάδων σε ταξική διαπάλη. Εκτός αυτού, ο σεχταρισμός της αναρχοσυνδικαλιστικής θέσης, η οποία αποδοκιμάζει την συμμετοχή αναρχικών στον αγώνα για την αυτοδιεύθυνση των λαών, εκφράζει μία παρελκυστική στρατηγική, προγραμματική και θεωρητική αντίληψη. Το πιο αντιφατικό είναι πως πολλές από αυτές τις ομάδες στήριξαν τον Ζαπατισμό όταν ήταν της μόδας το 1990, ενώ οι ίδια κριτική που γίνεται στην κουρδική αντίσταση θα μπορούσε να απευθυνθεί και στον Ζαπατισμό.
Για τους επαναστάτες δεν έχει σημασία α πριόρι αν το κόμμα που ηγείται του αγώνα είναι σοσιαλδημοκρατικό, μαοϊκό ή εθνικιστικό, ή ακόμη κι αν δεν έχει μια οργανική διεύθυνση του αγώνα. Για τους επαναστάτες αναρχικούς, οι οποίοι υπερασπίζονται τον υλισμό και την διαλεκτική ως μέθοδο ανάλυσης, αυτό που έχει σημασία είναι ο ακριβής χαρακτήρας του αγώνα που διεξάγεται από τον λαό, αν είναι δίκαιος ή άδικος από την σκοπιά της κοινωνικής επανάστασης. Μια αναρχική οργάνωση πρέπει να μην εγκαταλείπει ποτέ τις ιδεολογικές, στρατηγικές και θεωρητικές αρχές της. Αυτό, σε αντίθεση με την πουριτανική αποστασιοποίηση, υποδηλώνει την συμμετοχή και τον εσωτερικό διάλογο μέσα στο μαζικό κίνημα, κατανοώντας τις ιδιαιτερότητες κάθε τάσης και κάθε παράταξης, την ιστορία της και το παρόν της.
Οι αναρχικοί συμμετέχουν στους αγώνες των εργαζομένων για να δυναμώσουν και να ανοίξουν τον δρόμο προς τα θετικά χαρακτηριστικά και να αντιπαρατεθούν με τα αστικά χαρακτηριστικά και τις αστικές παρεκλύσεις και παρερμηνείες, είτε αυτό σημαίνει το να αντιπαρατίθονται με κόμματα, στρατιωτικές οργανώσεις ή κομμάτια των λαϊκών μαζών.
Με την ίδια λογική που ένας αγώνας μπορεί να είναι δίκαιος ακόμη κι αν καθοδηγείται από μία οπισθοδρομική παράταξη, μπορούμε να πούμε ότι και τέτοια καθοδήγηση (εάν παραμένει) θα έχει άμεσες συνέπειες για την νίκη ή ήττα του αγώνα και γι’ αυτό, καθήκον των επαναστατών είναι η κριτική και η αναδιοργάνωση έτσι ώστε οι μάζες να υπερβούν αυτήν την καθοδήγηση. Όπως έχουμε πει και σε άλλα κείμενά μας, ο ρόλος που παίζει η αναρχική οργάνωση είναι ο ρόλος του εκκινητή-οδηγητή, με άλλα λόγια, το να γίνει εμπροσθοφυλακή των μαζών στις μάχες, που σημαίνει το να είναι φίλος του λαού, και πάνω απ’ όλα να μην απομακρύνεται από τις μάζες και να μην υπεκφεύγει από τις αντιφάσεις.
Η έννοια της ενεργής μειοψηφίας ιστορικά εκφράζει μία τέτοια θέση. Με δεδομένο ότι οι πολιτικές δυνάμεις που έχουν γνωμονα την εξουσία τείνουν να είναι αρχικώς ηγεμονικές, οι αναρχικοί πρέπει να δρουν ως ενεργή μειοψηφία μέσα στο κίνημα, καταδεικνύοντας τα λάθη και τις αντιφάσεις τέτοιων παρατάξεων. Αυτό ισχύει σε πολλές καταστάσεις. Με άλλα λόγια, να δρουν μαζί με την τάξη, τους αγώνες της, ως μειοψηφική αυτόνομη οργάνωση.
Ο πουρισμός και ο σεχταρισμός είναι μεγάλη παγίδα. Οδηγεί τις οργανώσεις και τα άτομα στην σύγχυση και την αδυναμία κατανόησης του πεδίου αγώνα, γιατί αυτό τους είναι αδιάφορο απέναντι στις μοναδικές και κλειστές τους ‘φόρμουλες’. Πάνω απ’ολα υπάρχει ένας ρεφορμιστικός σεχταρισμός και πουρισμός, χαρακτηριστικός της δυτικής κοινοβουλευτικής αριστεράς (που όμως αγγίζει και κομμάτια του ρεβιζιονιστικού αναρχισμού), ο οποίος αγνοώντας και καταφρονώντας τις συνθήκες του αγώνα στην περιφέρεια του καπιταλισμού, προτιμούν τον βολικότερο δρόμο της “ηθικής καταδίκης”. Πρέπει να σημειώσουμε ότι οι ίδιοι αναρχοσυνδικαλιστές δεν κάνουν αυτοκριτική σχετικά με την συμβιβασμό του αναρχοσυνδικαλισμού στο εθνικιστικό Λαϊκό Μέτωπο (αναφέρεται στην ισπανική επανάσταση), πολιτική που συνεχίζεται στην Ευρώπη, με την προσαρμογή πολλών οργανώσεων στον καπιταλισμό. Το ίδιο συμβαίνει με την μεταμοντέρνα ιδεολογία, μέσα από την οποία μεγάλο κομμάτι του αναρχοσυνδικαλισμού έχει συνθηκολογήσει με τον ευρωκεντρισμό και τον ρατσισμό του αστικο-ιμπεριαλιστικού φεμινισμού.
Για τους επαναστάτες αναρχικούς δεν αρκεί απλά να συλλογιστούμε. Πρέπει ο καθένας να κατανοήσει τις συνθήκες της ταξικής σύγκρουσης σε κάθε πραγματικό πεδίο (αναγνωρίζοντας παράλληλα τα οικουμενικά χαρακτηριστικά του κάθε πεδίου) ακριβώς για να λάβει μέρος στον αγώνα, για τη νίκη του προλεταριάτου, ανεξάρτητα από όλες τις δυσκολίες που έχει να αντιμετωπίσει.
Τόσο η ρεφορμιστική αντίληψη όσο και η σεχταριστική και πουριτανική συμπληρώνουν η μία την άλλη στην καταδίκη της κουρδικής απελευθέρωσης πριν καν αυτή γίνει πραγματικότητα. Η μία ενισχύει τις αστικές και φιλοιμπεριαλιστικές παρατάξεις ενώ η άλλη ενθαρρύνει την απάθεια, την αδιαφορία και τον σεχταρισμό των επαναστατικών παρατάξεων, των μόνων που μπορούν να προωθήσουν τον αγώνα στη Ροζάβα.
Όσον αφορά στις συνθήκες του αγώνα στο κουρδιστάν ή οπουδήποτε στον κόσμο οι αναρχικοί δεν πρέπει να αποποιούνται την οργάνωσή τους, είτε προς την κατέυθυνση του ΡΚΚ είτε προς μία εθνικιστική αστικοκρατιστική αντίληψη. Ακόμη κι αν πολεμά κανείς μαζί με μαοϊστές, εθνικιστές και άλλες παρατάξεις που ενισχύουν την επανάσταση στη Ροζάβα ενάντια στην εισβολή των αντιδραστικών, είναι θεμελιώδες το να συγκροτήσουμε και να δυναμώσουμε την αναρχική επαναστατική οργάνωση σαν ένα μέσο για να εμβαθύνουμε την σοσιαλιστική αντικρατική διαδικασία και να αντιπαλέψουμε τις γραφειοκρατικές και δοσιλογικές παρατάξεις.
Η απελευθέρωση των γυναικών βρίσκεται στην αιχμή του τουφεκιού και δίπλα στο λαό
« Η αντίσταση στο Κομπάνι οδηγείται από γυναίκες που πολεμούν το ISIS και παράλληλα διαλύουν τις σεξιστικές αξίες και υπερασπίζονται μια ελευθεριακή αντιμετώπιση για τις γυναίκες για να μπορούμε να έχουμε θέση στην νέα κοινωνία » Commander Meyrem Kobane
Ένας παράγοντας τεράστιας σημασίας για την κουρδική αντίσταση στο Κομπάνι ήταν η ενεργή συμμετοχή, ο ηγετικός και θαρραλέος ρόλος των γυναικών σε όλα τα μέτωπα. Παρόλο που τα δυτικά ΜΜΕ έχουν παρουσιάσει την συμμετοχή των γυναικών μέσα από ένα επιφανειακό και αισθητικό πρίσμα, συχνά τρέφοντας σεξιστικά πρότυπα μέσα από την εικόνα της ένοπλης γυναίκας, και παρόλες τις καταγγελίες κάποιων σεχταριστών αναρχικών για πατριαρχισμό, ένα ευρύ γυναικείο κίνημα έχει σχηματιστεί και εξελίσσεται στο Κουρδιστάν.
Γεγονός είναι ότι οι ένοπλες γυναίκες έχουν έναν αναβαθμισμένο λόγο στην συγκρότηση μιας νέας κοινωνίας. Έτσι έγινε στην παρισινή κομμούνα το 1871, έτσι έγινε στον Ισπανικό Εμφύλιο το 1936, έτσι έγινε και σε άλλα ιστορικά βιώματα του προλεταριάτου όπου οι γυναίκες είχαν αποφασιστικό ρόλο. Πάντα υπήρχε μιά προκατάληψη σχετικά με τις δυνατότητες αγώνα των γυναικών, ακόμη και μέσα σε σοσιαλιστικές κι επαναστατικές γραμμές. Ωστόσο, η ιστορική εμπειρία είναι σχολείο, και οι προϋποθέσεις για τα δικαιώματα των γυναικών δεν απέχουν πολύ από τις αναγκαιότητες της επανάστασης. Έτσι, πέρα από την κεντρικής σημασίας δράση των γυναικών στη Ροζάβα, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι γυναίκες ήταν πάντα παρούσες στους πιο διαφορετικούς αγώνες παγκοσμίως, ένοπλα ή μη.
Το YPJ, ο γυναικείος κλάδος των πολιτοφυλακών YPG, οι οποίες σήμερα απαριθμούν πάνω από 8.000 μέλη εκφράζει ένα κομβικό ζήτημα σχετικά με την απελευθέρωση των γυναικών: ότι ο αγώνας για την απελευθέρωση των γυναικών δεν μπορεί να είναι αποκομμένος από τον αγώνα για την χειραφέτηση ολόκληρης της εργατικής τάξης. Αυτή η διαπίστωση στην περίπτωση του Κομπάνι εκφράζεται ξεκάθαρα, αλλά και παγκοσμίως εξακολουθεί να είναι παρόν ως δίλλημα για τους αγώνες των γυναικών. Στην περίπτωση που οι άντρες και γυναίκες στο Κομπάνι νικήσουν τον πόλεμο και την επανάσταση ενάντια στον καπιταλισμό και τον τζιχαντισμό, οι φεμινιστικές διεκδικήσεις θα κατοχυρωθούν και θα εμβαθυνθούν. Στην αντίθετη περίπτωση, η σεξουαλική δουλεία, η γυναικοκτονία και άλλες μορφές βάρβαρης καταπίεσης των γυναικών θα σημάνουν μια χωρίς προηγούμενο οπισθοδρόμηση. Συνεπώς, η κοινωνική επανάσταση κι η απελευθέρωση των γυναικών σχετίζονται δυναμικά: χωρίς την νίκη ολόκληρου του λαού και μαζί με αυτήν την μεταμόρφωση της κοινωνικής βάσης, θα είναι αδύνατη η απελευθέρωση των γυναικών. Ταυτόχρονα, χωρίς την φεμινιστική κοινωνική και οργανωτική βάση θα είναι αδύνατο το προχώρημα στο έργο της επανάστασης.
Με τα λόγια της Agiri Yilmaz, μιας μαχήτριας του YPG:
« Σύμφωνα με την αντίληψη του ISIS οι γυναίκες είναι ελλειματικές. Δεν μπορούν να πολεμήσουν. Όμως, όταν ακούν τις κραυγές των γυναικών του YPJ αφήνουν τα πόστα τους και τα όπλα τους τρέχοντας. Φοβούνται να πολεμήσουν ενάντια στις γυναίκες. Λένε στους εαυτούς τους -ας πεθάνω πολεμώντας άντρες, όχι γυναίκες-. Αυτό συνεπάγεται της αντίληψής τους πως οι γυναίκες δεν μπορούν να κάνουν τίποτα. Όμως, η δικιά μας αντίληψη για τις γυναίκες που οργανώνουν τον εαυτό τους είναι πως αυτο-διαχειρίζονται τους εαυτούς τους και είναι οργανωμένες.»
Ο αγώνας των κούρδισσων γυναικών δεν απειλεί μόνο τον θρησκευτικό φανατισμό. Ο αγώνας αυτών των γυναικών απειλεί σοβαρά την φιλελεύθερη και αστική αντίληψη για τον ρόλο των γυναικών και για την γυναικεία απελευθέρωση. Κομβικό σημείο για να κατανοήσουμε αυτή την αντιπαλότητα είναι η εξουσία.
Η πολιτική της «χειραφέτησης» των γυναικών στην καπιταλιστική κοινωνία ως μία επιλεκτική ανέλιξη γυναικών σε θέσεις άσκησης εξουσίας και καταπίεσης (κυβερνήτες, επιχειρηματίες, αστυνομικοί, σεκιουριτάδες κ.α.) είναι μια αντεπαναστατική πολιτική. Μία τέτοια χειραφέτηση των γυναικών είναι απατηλή, όσο απατηλή είναι η προοπτική ισότητας μέσα από την κοινωνική ανέλιξη των φτωχών, εφόσον γίνεται στη βάση μιας κοινωνικής δομής που στηρίζεται στην ανισότητα. Ο λόγος της αστικής υπερίσχυσης στόχο έχει την συστημική αφομοίωση της γυναικείας γραφειοκρατίας και προσωποκεντρικότητας και την αναχαίτιση του επαναστατικού δυναμικού της ευρείας μάζας των γυναικών.
Η «ανάληψη δύναμης» για τον προλεταριακό φεμινισμό σημαίνει την ισχυροποίηση των οργανώσεων λαϊκής ισχύος (σωματεία, συμβούλια/σοβιέτ, φοιτητικά κινήματα, λαϊκές συνελεύσεις, κ.α.) και παράλληλα την ισχυροποίηση της συμμετοχής και της αυτο-διεύθυνσης των γυναικών σε αυτές τις οργανώσεις. Η λαϊκή, δημοκρατική, ομοσπονδιακή και σοσιαλιστική ισχύς είναι η μόνη που μπορεί να εγγυηθεί πλήρως τα πολιτικά, οικονομικά και πολιτισμικά δικαιώματα των εργαζόμενων γυναικών. Αλλά αυτή είναι μιά νέα δύναμη, μία δύναμη που ανθεί και θριαμβεύει (όπως μας δείχνει ο αγώνας στο Κομπάνι) μόνο πάνω στα συτνρίμμια του παλιού είτε φονταμελιστικού είτε αστικού καθεστώτος και πέρα από τα κοντόφθαλμα όνειρα «χειραφέτησης» του φιλελεύθερου φεμινισμού.
Για μια Διεθνιστική και Ταξική Τάση
Υπάρχουν αντιφάσεις στην επαναστατική διαδικασία, στο κουρδιστάν, αλλά και γενικά; Ναι. Οι αντιφάσεις επισημάνθηκαν σε τούτο το κείμενο. Αλλά η απάντηση δεν βρίσκεται ούτε στην υπεράσπιση ενός οικοδομήματος αστικοφιλελεύθερου ανεξάρτητου καθεστώτος, ούτε στην ψυχρή απουσία της διεθνιστικής αλληλεγγύης από έναν σεχταριστικό ελευθεριακό ρεφορμισμό. Η απάντηση βρίσκεται στην οργάνωση των επαναστατών αναρχικών ώστε να αναλάβουν δράση στην επαναστατική διαδικασία και να πραγματώσουν τα προτάγματά τους. Γι’αυτό το λόγο καλούμε στην συγκρότηση μιας Διεθνιστικής και Ταξικής Τάσης η οποία να μπορεί να συνδράμει το έργο της λαϊκής οργάνωσης και της τοπικής αντίστασης, με την διεθνιστική μαχητική αλληλεγγύη. Το καθήκον ετούτη τη στιγμή είνια να δράσουμε για να αναδιοργανώσουμε την επαναστατική ενωτική εναλλακτική, αναδεικνύοντας νέους ορίζοντες δράσης και οργάνωσης των εργατών στη συγκυρία της παγκόμιας κρίσης και για να ριζοσπαστικοποιήσουμε τον ταξικό πόλεμο.
Ελευθερία στον Κούρδικο Λαό!
Θάνατο στον Ιμπεριαλισμό και στο Ισλαμικό Κράτος!
Νίκη στις πολιτοφυλακές λαϊκής αυτοάμυνας!
Για τον Σοσιαλισμό και την Αυτοδιεύθυνση των μαζών!
Μπροστά ο Επαναστατικός Αναρχισμός!
Αναρχική Λαϊκή Ένωση (UNIPA)
Βραζιλία, Μάρτιος 2015
Πηγή του κειμένου: https://uniaoanarquista.wordpress.com/2015/06/24/war-and-revolution-in-the-trenches-of-rojava-position-of-the-revolutionary-anarchists/
Η μετάφραση και η έκδοση του κειμένου στην ελληνική γλώσσα πραγματοποιήθηκαν τον Οκτώβρη του 2015 από την Αναρχική Συλλογικότητα για την Μαχητική Προλεταριακή Ανασυγκρότηση (asmpa.espivblogs.net), στο πλαίσιο της ενίσχυσης του πολιτικού καλέσματος για αλληλέγγυα συστράτευση στην αντίσταση και στις επαναστατικές διεργασίες που εξελίσσονται στην Συρία σήμερα και της προώθησης των θέσεων και των αγωνιστικών δεσμών του διεθνιστικού επαναστατικού αναρχικού κινήματος, μέσα από την κοινή πάλη.